ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 169

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
25 Ιουνίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1021 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους ( 1 )

45

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

25.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 169/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1020 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 33 και 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να κατοχυρωθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων μέσα στην Ένωση, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα συμμορφώνονται με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και ως εκ τούτου πληρούν απαιτήσεις που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας δημόσιων συμφερόντων, όπως η υγεία και η ασφάλεια γενικά, η υγεία και η ασφάλεια στον χώρο εργασίας, η προστασία των καταναλωτών, η προστασία του περιβάλλοντος, η δημόσια ασφάλεια και η προστασία κάθε άλλου δημοσίου συμφέροντος που προστατεύεται από αυτή τη νομοθεσία. Η αυστηρή επιβολή των απαιτήσεων αυτών έχει ουσιώδη σημασία για την ενδεδειγμένη προστασία των παραπάνω συμφερόντων και για τη δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν να ανθήσει ο θεμιτός ανταγωνισμός στην αγορά προϊόντων της Ένωσης. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η εν λόγω επιβολή, ανεξάρτητα από το αν τα προϊόντα διατίθενται στην αγορά απογραμμικά ή επιγραμμικά και ανεξάρτητα από το αν κατασκευάζονται ή όχι στην Ένωση.

(2)

Η ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης καλύπτει μεγάλο μέρος των μεταποιημένων προϊόντων. Τα μη συμμορφούμενα και τα ανασφαλή προϊόντα εκθέτουν τους πολίτες σε κίνδυνο και μπορούν να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των οικονομικών φορέων που πωλούν συμμορφούμενα προϊόντα εντός της Ένωσης.

(3)

Η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς αγαθών μέσω της καταβολής περισσότερων προσπαθειών για την αποτροπή της διάθεσης μη συμμορφούμενων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης αναγνωρίστηκε ως προτεραιότητα στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2015 με τίτλο «Αναβάθμιση της ενιαίας αγοράς: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις». Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα από την ενίσχυση της εποπτείας της αγοράς, την παροχή σαφών, διαφανών και ολοκληρωμένων κανόνων στους οικονομικούς φορείς, την εντατικοποίηση των ελέγχων συμμόρφωσης και την προώθηση της στενότερης διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των αρχών επιβολής, περιλαμβανομένης της συνεργασίας με τις τελωνειακές αρχές.

(4)

Το πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς που θεσπίζεται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να συμπληρώνει και να ενισχύει αφενός τις υφιστάμενες διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση προϊόντων και αφετέρου το πλαίσιο για τη συνεργασία με οργανώσεις που εκπροσωπούν οικονομικούς φορείς ή τελικούς χρήστες, για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων και για τους ελέγχους των εν λόγω προϊόντων που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή ότι οι ειδικότερες διατάξεις (lex specialis) υπερισχύουν των γενικοτέρων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο αν απουσιάζουν ειδικές διατάξεις με ίδιο στόχο, φύση ή αποτέλεσμα στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνιση. Συνεπώς, οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στους τομείς που καλύπτονται από τις εν λόγω ειδικές διατάξεις, π.χ. διατάξεις που καθορίζονται στους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 (3), (ΕΚ) αριθ. 2017/745 (4), (ΕΕ) 2017/746 (5), συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της βάσης δεδομένων για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα (Eudamed), και (ΕΕ) 2018/858 (6).

(5)

Η οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) καθορίζει τις γενικές απαιτήσεις ασφάλειας για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα και προβλέπει ειδικές υποχρεώσεις και εξουσίες των κρατών μελών σε σχέση με τα επικίνδυνα προϊόντα, καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό αυτόν μέσω του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (RAPEX). Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα ειδικότερα μέτρα που τίθενται στη διάθεσή τους βάσει της ανωτέρω οδηγίας. Προκειμένου να επιτευχθεί υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας για τα καταναλωτικά προϊόντα, οι μηχανισμοί για τις ανταλλαγές πληροφοριών και τις καταστάσεις ταχείας επέμβασης που προβλέπονται στην οδηγία 2001/95/ΕΚ θα πρέπει να καταστούν αποτελεσματικότεροι.

(6)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εποπτεία της αγοράς θα πρέπει να καλύπτουν τα προϊόντα τα οποία υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης η οποία παρατίθεται στο παράρτημα Ι σε σχέση με τα μεταποιημένα προϊόντα, εκτός από τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές, τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση, τα ζώντα φυτά και ζώα, τα προϊόντα ανθρώπινης προέλευσης και τα προϊόντα φυτών και ζώων που σχετίζονται άμεσα με τη μελλοντική αναπαραγωγή τους. Με τον τρόπο αυτόν, διασφαλίζεται ένα ομοιόμορφο πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα σε επίπεδο Ένωσης και διευκολύνεται η αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των τελικών χρηστών στα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης. Σε περίπτωση έγκρισης νέας ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης στο μέλλον, θα εναπόκειται στην εν λόγω νομοθεσία να καθοριστεί κατά πόσον ο παρών κανονισμός έχει εφαρμογή και στην εν λόγω νομοθεσία.

(7)

Τα άρθρα 15 έως 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) που ορίζουν το πλαίσιο εποπτείας της κοινοτικής αγοράς και τους ελέγχους στα προϊόντα που εισέρχονται στην κοινοτική αγορά θα πρέπει να απαλειφθούν και οι αντίστοιχες διατάξεις θα πρέπει να αντικατασταθούν από τον παρόντα κανονισμό. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει επίσης τις διατάξεις για τους ελέγχους στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Κοινότητας, στα άρθρα 27, 28 και 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, με εφαρμογή όχι μόνο σε προϊόντα που καλύπτονται από το ανωτέρω πλαίσιο εποπτείας της αγοράς, αλλά σε όλα τα προϊόντα στο βαθμό που άλλη διάταξη του ενωσιακού δικαίου δεν ρυθμίζει ειδικά την οργάνωση ελέγχων σε προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης. Απαιτείται επομένως να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης σε όλα τα προϊόντα.

(8)

Για τον εξορθολογισμό και την απλούστευση του γενικότερου νομοθετικού πλαισίου και την επίτευξη, παράλληλα, του στόχου για τη βελτίωση της νομοθεσίας, οι κανόνες που εφαρμόζονται στους ελέγχους των προϊόντων που εισέρχονται στην Ένωση θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο για τη διενέργεια ελέγχων στα προϊόντα στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.

(9)

Επιφορτισμένα με την ευθύνη της επιβολής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης θα πρέπει να είναι τα κράτη μέλη, των οποίων οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι υποχρεωμένες να διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τη νομοθεσία. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν συστηματικές προσεγγίσεις ώστε να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της εποπτείας της αγοράς και άλλων δραστηριοτήτων επιβολής. Στο πλαίσιο αυτό, η μεθοδολογία και τα κριτήρια εκτίμησης των κινδύνων θα πρέπει να εναρμονιστούν περαιτέρω σε όλα τα κράτη μέλη ώστε να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους οικονομικούς φορείς.

(10)

Προς υποστήριξη των αρχών εποπτείας της αγοράς προκειμένου να επιτύχουν περισσότερη συνοχή στις δραστηριότητές τους που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης από ομοτίμους για όσες εκ των αρχών εποπτείας της αγοράς επιθυμούν να συμμετάσχουν.

(11)

Κάποιοι ορισμοί που επί του παρόντος περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους ορισμούς άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και, κατά περίπτωση, να αποτυπώνουν την αρχιτεκτονική των σύγχρονων αλυσίδων εφοδιασμού. Στον παρόντα κανονισμό ο ορισμός του «κατασκευαστή» δεν θα πρέπει να απαλλάσσει τους κατασκευαστές από υποχρεώσεις που μπορεί να έχουν με βάση την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, στις περιπτώσεις όπου ειδικοί ορισμοί περί κατασκευαστού έχουν εφαρμογή, που μπορεί να καλύπτουν κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τροποποιεί ένα προϊόν που ήδη διατίθεται στην αγορά κατά τρόπο ικανό να επηρεάσει τη συμμόρφωση με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία και το διαθέτει στην αγορά, ή κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει στην αγορά ένα προϊόν με τη δική του επωνυμία ή το δικό του εμπορικό σήμα.

(12)

Οι οικονομικοί φορείς σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού αναμένεται να ενεργούν υπεύθυνα και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις όταν διαθέτουν προϊόντα ή καθιστούν προϊόντα διαθέσιμα στην αγορά, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει υποχρεώσεις οι οποίες αντιστοιχούν στους ρόλους κάθε οικονομικού φορέα στη διαδικασία εφοδιασμού και διανομής σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ενώ ο κατασκευαστής θα πρέπει να φέρει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση του προϊόντος με τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(13)

Οι προκλήσεις της παγκόσμιας αγοράς και οι όλο και πιο σύνθετες αλυσίδες εφοδιασμού, όπως και η αύξηση των προϊόντων που προσφέρονται επιγραμμικά προς πώληση στους τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης, απαιτούν αυστηρότερα μέτρα επιβολής, για την ασφάλεια των καταναλωτών. Επί πλέον, η έμπρακτη εμπειρία από την εποπτεία της αγοράς έχει δείξει ότι η αλυσίδα εφοδιασμού ενίοτε περιλαμβάνει οικονομικούς φορείς των οποίων η καινοφανής μορφή σημαίνει πως δεν εντάσσονται εύκολα στις παραδοσιακές αλυσίδες εφοδιασμού σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Τούτο ισχύει ειδικότερα για τους παρόχους υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών, των οποίων πολλές λειτουργίες είναι ίδιες με των εισαγωγέων, αλλά μπορεί να μην αντιστοιχούν πάντα στον παραδοσιακό ορισμό του εισαγωγέα στο δίκαιο της Ένωσης. Για να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα ασκούν αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές τους και να αποφευχθεί ένα χάσμα στο σύστημα επιβολής, σκόπιμο είναι να συμπεριληφθούν οι πάροχοι υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών στον κατάλογο των οικονομικών φορέων σε βάρος των οποίων οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να λάβουν μέτρα επιβολής. Με την υπαγωγή των παρόχων υπηρεσιών στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα είναι καλύτερα σε θέση να αντιμετωπίζουν νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας ώστε να διασφαλίζουν την ασφάλεια των καταναλωτών και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ακόμη και όταν ο οικονομικός φορέας ενεργεί τόσο ως εισαγωγέας ορισμένων προϊόντων όσο και ως πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών για άλλα προϊόντα.

(14)

Οι σύγχρονες αλυσίδες εφοδιασμού περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία οικονομικών φορέων, οι οποίοι θα πρέπει να υπόκεινται στην επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη ο αντίστοιχος ρόλος τους στην αλυσίδα εφοδιασμού, καθώς και ο βαθμός στον οποίο συμβάλλουν στη διαθεσιμότητα προϊόντων στην αγορά της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στους οικονομικούς φορείς τους οποίους αφορά άμεσα η ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης που παρατίθεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού, π.χ. ο παραγωγός προϊόντος και ο μεταγενέστερος χρήστης, όπως ορίζονται κατά περίπτωση στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ο εγκαταστάτης όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), ο προμηθευτής όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ή ο έμπορος όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(15)

Προϊόν που προσφέρεται προς πώληση επιγραμμικά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει καταστεί διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά πώλησης στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης. Βάσει της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση ανάλυση, για να διαπιστωθεί κατά πόσον μια προσφορά στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης,. Προσφορά πώλησης θα πρέπει να θεωρείται στοχευμένη προς τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις κατά περίπτωση αναλύσεις, πρέπει να συνεκτιμώνται οι αντίστοιχες παράμετροι, π.χ. οι γεωγραφικές περιοχές όπου είναι δυνατή η αποστολή, οι διαθέσιμες γλώσσες που χρησιμοποιούνται στην προσφορά ή στην παραγγελία, ή τα μέσα πληρωμής. Για τις επιγραμμικές πωλήσεις, η απλή προσβασιμότητα των οικονομικών φορέων ή των ενδιάμεσων ιστότοπων στο κράτος μέλος όπου ο τελικός χρήστης είναι εγκατεστημένος, δεν επαρκεί.

(16)

Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου οφείλεται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση του αριθμού των παρόχων υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, συνήθως μέσω πλατφορμών και επ' αμοιβή, οι οποίοι παρέχουν ενδιάμεσες υπηρεσίες αποθηκεύοντας περιεχόμενο τρίτων, χωρίς να ασκούν έλεγχο επί του εν λόγω περιεχομένου και, συνεπώς, χωρίς να ενεργούν εκ μέρους κάποιου οικονομικού φορέα. Η αφαίρεση περιεχομένου που σχετίζεται με μη συμμορφούμενα προϊόντα ή, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, η απαγόρευση της πρόσβασης σε μη συμμορφούμενα προϊόντα τα οποία παρέχονται μέσω των υπηρεσιών τους θα πρέπει να μη θίγουν τους κανόνες της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14). Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών η γενική υποχρέωση να παρακολουθούν τις πληροφορίες που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν, ούτε η γενική υποχρέωση να αναζητούν με δραστήριο τρόπο γεγονότα ή περιστάσεις που υποδεικνύουν παράνομη δραστηριότητα. Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας θα πρέπει να απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη, αν δεν γνωρίζουν πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και δεν γνωρίζουν τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τα οποία προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία.

(17)

Μολονότι ο παρών κανονισμός δεν αφορά την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει, εντούτοις, να λαμβάνεται υπόψη ότι τα προϊόντα παραποίησης/απομίμησης συχνά δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζει η ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια του τελικού χρήστη, στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, θέτουν σε κίνδυνο δημόσια συμφέροντα και στηρίζουν άλλες παράνομες δραστηριότητες. Θα πρέπει, επομένως, να συνεχίσουν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη της εισόδου προϊόντων παραποίησης/απομίμησης στην αγορά της Ένωσης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 608/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(18)

Μια δικαιότερη ενιαία αγορά θα πρέπει να διασφαλίζει ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού για όλους τους οικονομικούς φορείς και προστασία από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Για τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαία η αυστηρότερη επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για τα προϊόντα. Η καλή συνεργασία μεταξύ κατασκευαστών και αρχών εποπτείας της αγοράς είναι βασικό στοιχείο προκειμένου να καθίσταται εφικτή η άμεση επέμβαση και η λήψη διορθωτικών μέτρων σε σχέση με το προϊόν. Είναι σημαντικό να υπάρχει, για ορισμένα προϊόντα, ένας οικονομικός φορέας εγκατεστημένος στην Ένωση, στον οποίο οι αρχές εποπτείας της αγοράς να μπορούν να απευθύνουν αιτήματα, μεταξύ άλλων και αιτήσεις πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση του προϊόντος με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, και ο οποίος να μπορεί να συνεργάζεται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς ώστε να μπορούν να λαμβάνονται άμεσα διορθωτικά μέτρα προς επανόρθωση περιστατικών μη συμμόρφωσης. Οι οικονομικοί φορείς που θα πρέπει να εκτελέσουν αυτές τις ενέργειες είναι ο κατασκευαστής, ή ο εισαγωγέας όταν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, ή ένας εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος που έχει εντολή από τον κατασκευαστή για τον σκοπό αυτό, ή ένας πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών εγκατεστημένος στην Ένωση για παρτίδες προϊόντων που αυτός διεκπεραιώνει όταν κανένας άλλος οικονομικός φορέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση.

(19)

Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου θέτει ορισμένες προκλήσεις για τις αρχές εποπτείας της αγοράς όσον αφορά τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των προϊόντων που προσφέρονται προς πώληση επιγραμμικά και την αποτελεσματική επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης. Ο αριθμός των οικονομικών φορέων που με ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν προϊόντα απευθείας στον καταναλωτή αυξάνεται. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς που είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα για προϊόντα που υπόκεινται σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης έχουν ρόλο θεμελιώδους σημασίας παρέχοντας στις αρχές εποπτείας της αγοράς ένα συνομιλητή εγκατεστημένο στην Ένωση και επιτελώντας εγκαίρως ειδικά καθήκοντα ώστε να διασφαλίζεται ότι τα προϊόντα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, προς όφελος των καταναλωτών, των τελικών χρηστών και των επιχειρήσεων εντός της Ένωσης.

(20)

Οι υποχρεώσεις του οικονομικού φορέα που είναι επιφορτισμένος με καθήκοντα για προϊόντα υποκείμενα σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης θα πρέπει να ισχύουν με την επιφύλαξη των υφιστάμενων υποχρεώσεων και ευθυνών του κατασκευαστή, του εισαγωγέα και του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου δυνάμει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(21)

Οι βάσει του παρόντος κανονισμού υποχρεώσεις που απαιτούν να είναι ένας οικονομικός φορέας εγκατεστημένος στην Ένωση προκειμένου να μπορεί να διαθέτει προϊόντα στην αγορά της Ένωσης, θα πρέπει να ισχύουν μόνο σε τομείς όπου έχει εντοπιστεί ανάγκη να υπάρχει ένας οικονομικός φορέας που να ενεργεί ως σύνδεσμος με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης βάσει κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, και με σκοπό ένα υψηλό επίπεδο προστασίας για τον τελικό χρήστη εντός της Ένωσης.

(22)

Επί πλέον, οι υποχρεώσεις αυτές δεν θα πρέπει να ισχύουν όταν το ίδιο κατ' ουσίαν αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με ορισμένες νομικές πράξεις που αφορούν προϊόντα, και ειδικά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1223/2009, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), την οδηγία 2014/28/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19), την οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), τον κανονισμό (ΕΕ)2016/1628 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/745, τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/746, τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1369 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858.

Επίσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καταστάσεις όπου οι δυνητικοί κίνδυνοι είναι χαμηλοί ή οι περιπτώσεις μη συμμόρφωσης είναι λίγες, ή όπου τα προϊόντα διακινούνται κυρίως μέσω παραδοσιακών αλυσίδων εφοδιασμού, όπως για παράδειγμα προβλέπουν η οδηγία 2014/33/ΕΕ, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και η οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

(23)

Τα στοιχεία επικοινωνίας των οικονομικών φορέων που είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα για προϊόντα υποκείμενα σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης θα πρέπει να παρέχονται μαζί με το προϊόν, ώστε να διευκολύνονται οι έλεγχοι σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.

(24)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να συνεργάζονται πλήρως με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και με άλλες αρμόδιες αρχές, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή εκτέλεση της εποπτείας της αγοράς και να μπορούν οι αρχές να ασκούν τα καθήκοντά τους. Τούτο περιλαμβάνει, όποτε το ζητήσουν οι αρχές, την παροχή των στοιχείων επικοινωνίας των οικονομικών φορέων που είναι επιφορτισμένοι με καθήκοντα για προϊόντα υποκείμενα σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, εάν αυτά τα στοιχεία είναι διαθέσιμα.

(25)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας ολοκληρωμένες πληροφορίες. Εφόσον η ενιαία ψηφιακή πύλη που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) προβλέπει ένα ενιαίο σημείο επιγραμμικής πρόσβασης στις πληροφορίες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παροχή στους οικονομικούς φορείς συναφών πληροφοριών σχετικά με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης. Ωστόσο, θα πρέπει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαδικασίες που θα παρέχουν πρόσβαση στο σημείο επαφής για τα προϊόντα που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25), ώστε να υποστηρίζονται οι οικονομικοί φορείς ώστε να διεκπεραιώνουν σωστά τις αιτήσεις πληροφοριών τους. Η καθοδήγηση για ζητήματα που έχουν σχέση με τις τεχνικές προδιαγραφές ή τα εναρμονισμένα πρότυπα ή τον σχεδιασμό συγκεκριμένου προϊόντος δεν θα πρέπει να αποτελεί μέρος των υποχρεώσεων των κρατών μελών κατά την παροχή των πληροφοριών αυτών.

(26)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να διεξάγουν κοινές δραστηριότητες με άλλες αρχές ή οργανισμούς που εκπροσωπούν οικονομικούς φορείς ή τελικούς χρήστες, για να προωθήσουν τη συμμόρφωση, να εντοπίσουν τυχόν μη συμμόρφωση, να ενημερώσουν και να παράσχουν καθοδήγηση σχετικά με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσφέρονται προς πώληση επιγραμμικά.

(27)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν τις δικές τους αρχές εποπτείας της αγοράς. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιλέγουν τις αρμόδιες αρχές που θα ασκούν τα καθήκοντα εποπτείας της αγοράς. Για να διευκολύνεται η διοικητική συνδρομή και συνεργασία, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διορίσουν ενιαίο γραφείο σύνδεσης. Τα γραφεία σύνδεσης θα πρέπει τουλάχιστον να αντιπροσωπεύουν τη συντονισμένη θέση των αρχών εποπτείας της αγοράς και των αρχών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης.

(28)

Το ηλεκτρονικό εμπόριο θέτει ορισμένα προβλήματα στις αρχές εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του τελικού χρήστη από μη συμμορφούμενα προϊόντα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να διασφαλίσουν ότι η εποπτεία της αγοράς τους είναι οργανωμένη το ίδιο αποτελεσματικά τόσο για τα προϊόντα που προσφέρονται επιγραμμικά όσο και για εκείνα που προσφέρονται απογραμμικά.

(29)

Κατά την άσκηση της εποπτείας της αγοράς για προϊόντα που προσφέρονται επιγραμμικά, οι αρχές εποπτείας της αγοράς αντιμετωπίζουν πολυάριθμες δυσκολίες π.χ. για την ανίχνευση των προϊόντων που προσφέρονται επιγραμμικά προς πώληση, τον εντοπισμό των υπεύθυνων οικονομικών φορέων ή τη διενέργεια αξιολογήσεων κινδύνου ή δοκιμών, επειδή δεν διαθέτουν φυσική πρόσβαση στα προϊόντα. Επί πλέον των απαιτήσεων που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν συμπληρωματική καθοδήγηση και βέλτιστες πρακτικές για την εποπτεία της αγοράς και για την επικοινωνία με τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.

(30)

Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις αναδυόμενες τεχνολογίες, δεδομένου ότι στην καθημερινή τους ζωή οι καταναλωτές χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο τις συνδεδεμένες συσκευές. Το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης θα πρέπει επομένως να καλύπτει τους νέους κινδύνους, ώστε να προστατεύει την ασφάλεια των τελικών χρηστών.

(31)

Στην εποχή της συνεχούς ανάπτυξης των ψηφιακών τεχνολογιών, θα πρέπει να διερευνηθούν νέες λύσεις ικανές να συμβάλουν στην αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εντός της Ένωσης.

(32)

Η εποπτεία της αγοράς θα πρέπει να είναι διεξοδική και αποτελεσματική, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης. Δεδομένου ότι οι έλεγχοι μπορεί να συνεπάγονται φόρτο για τους οικονομικούς φορείς, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να οργανώνουν και να διενεργούν δραστηριότητες επιθεώρησης διεπόμενες από προσέγγιση βάσει κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των ανωτέρω οικονομικών φορέων και περιορίζοντας τον εν λόγω φόρτο στο αναγκαίο για τη διενέργεια αποδοτικών και αποτελεσματικών ελέγχων επίπεδο. Επιπλέον, η εποπτεία της αγοράς θα πρέπει να διενεργείται με τον ίδιο βαθμό επιμέλειας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, άσχετα με το αν η μη συμμόρφωση του δεδομένου προϊόντος αφορά την επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους ή είναι πιθανό να έχει αντίκτυπο στην αγορά άλλου κράτους μέλους. Θα μπορούσαν να ορισθούν από την Επιτροπή ενιαίες προϋποθέσεις για ορισμένες δραστηριότητες επιθεώρησης που εκτελούνται από τις αρχές εποπτείας της αγοράς όταν κάποια προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων παρουσιάζουν συγκεκριμένους κινδύνους ή παραβιάζουν σοβαρά την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

(33)

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι αρχές εποπτείας της αγοράς αντιμετωπίζουν διαφορετικές ελλείψεις σε πόρους, μηχανισμούς συντονισμού, όπως και εξουσίες, απέναντι στα μη συμμορφούμενα προϊόντα. Οι διαφορές αυτές οδηγούν σε κατακερματισμένη επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και έχουν ως αποτέλεσμα να είναι η εποπτεία της αγοράς πιο αυστηρή σε κάποια κράτη μέλη από ό,τι σε άλλα, υποσκάπτοντας ενδεχομένως τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων και δημιουργώντας επίσης πιθανές ανισορροπίες στο επίπεδο ασφάλειας των προϊόντων σε ολόκληρη την Ένωση.

(34)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα επιβάλλεται με ορθό τρόπο, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να διαθέτουν μια κοινή δέσμη εξουσιών έρευνας και επιβολής, ώστε να είναι εφικτή η ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς και η αποτελεσματικότερη αποτροπή των οικονομικών φορέων που παραβιάζουν πρόθυμα την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να είναι αρκούντως ισχυρές ώστε να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις επιβολής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, σε συνάρτηση με τις προκλήσεις του ηλεκτρονικού εμπορίου και του ψηφιακού περιβάλλοντος, και να αποτρέπουν τους οικονομικούς φορείς από το εκμεταλλεύονται κενά του συστήματος επιβολής μεταφέροντας την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου οι αρχές εποπτείας της αγοράς δεν είναι εξοπλισμένες για την αντιμετώπιση παράνομων πρακτικών. Συγκεκριμένα, οι εξουσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ώστε η επιβολή να μπορεί να εφαρμόζεται ισότιμα σε όλα τα κράτη μέλη.

(35)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να επιλέγουν το σύστημα επιβολής που θεωρούν κατάλληλο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέγουν κατά πόσον οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να ασκήσουν εξουσίες έρευνας και επιβολής απευθείας στο πλαίσιο της δικής τους αρμοδιότητας, μέσω προσφυγής σε άλλες δημόσιες αρχές, ή κατόπιν αίτησης στα αρμόδια δικαστήρια.

(36)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να κινούν έρευνες με δική τους πρωτοβουλία, όταν διαπιστώνουν την ύπαρξη μη συμμορφούμενων προϊόντων στην αγορά.

(37)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένα και πληροφορίες που σχετίζονται με το αντικείμενο μιας έρευνας, προκειμένου να διαπιστώνουν κατά πόσον η ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης έχει παραβιαστεί, και ιδίως να προσδιορίζουν τον υπεύθυνο οικονομικό φορέα, ανεξαρτήτως του προσώπου που διαθέτει τα αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένα ή πληροφορίες και ανεξαρτήτως του τόπου όπου έχει την έδρα του και της μορφής των εν λόγω στοιχείων. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν απευθείας από τους οικονομικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή αλυσίδα αξίας, να παρέχουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα δεδομένα και τις πληροφορίες που απαιτούνται.

(38)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν τις απαραίτητες επιτόπιες επιθεωρήσεις, και θα πρέπει να διαθέτουν εξουσία πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο οικονομικός φορέας για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.

(39)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν από έναν εκπρόσωπο ή από ένα σχετικό μέλος του προσωπικού του οικείου οικονομικού φορέα να παρέχει διευκρινίσεις ή πραγματικά περιστατικά, πληροφορίες ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιτόπιας επιθεώρησης, και να καταχωρίζουν τις απαντήσεις που δίνονται από τον εν λόγω εκπρόσωπο ή το σχετικό μέλος του προσωπικού.

(40)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν τη συμμόρφωση των προϊόντων που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία περί μη συμμόρφωσης. Συνεπώς, θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αποκτούν προϊόντα και, όταν η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι εφικτή με άλλο τρόπο, να αγοράζουν αγαθά με καλυμμένη ταυτότητα.

(41)

Ιδίως στο ψηφιακό περιβάλλον, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να παύουν τη μη συμμόρφωση γρήγορα και αποτελεσματικά, ιδίως όταν ο οικονομικός φορέας που πωλεί το προϊόν αποκρύπτει την ταυτότητά του ή μετεγκαθίσταται εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα για να αποφύγει την επιβολή της νομοθεσίας. Όταν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης σε βάρος των τελικών χρηστών λόγω μη συμμόρφωσης, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα, όπου αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένο και αναλογικό και όταν δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα μέσα για την αποτροπή ή τον μετριασμό της εν λόγω βλάβης, μεταξύ άλλων απαιτώντας, εάν χρειαστεί, την αφαίρεση περιεχομένου από την επιγραμμική διεπαφή ή την ανάρτηση προειδοποίησης. Εάν η απαίτηση αυτή δεν ικανοποιηθεί, η σχετική αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαιτήσει από τους παρόχους υπηρεσιών κοινωνίας της πληροφορίας να περιορίσουν την πρόσβαση στην επιγραμμική διεπαφή. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 2000/31/ΕΚ.

(42)

Η υλοποίηση του παρόντος κανονισμού και η άσκηση εξουσιών κατά την εφαρμογή του θα πρέπει, επίσης, να συνάδουν με το λοιπό ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, π.χ. την οδηγία 2000/31/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των ισχυουσών δικονομικών εγγυήσεων και των βασικών αρχών σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η εν λόγω υλοποίηση και η εν λόγω άσκηση εξουσιών θα πρέπει να είναι αναλογική και επαρκής σε συνάρτηση με τη φύση της παράβασης και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη που προκαλείται από αυτή. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της υπόθεσης και να επιλέγουν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα, ήτοι εκείνα που είναι ουσιώδη για την αντιμετώπιση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να είναι αναλογικά, αποτελεσματικά και αποτρεπτικά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να θεσπίζουν στο εθνικό τους δίκαιο προϋποθέσεις και όρια για την άσκηση των εξουσιών για την εκτέλεση καθηκόντων. Όταν, για παράδειγμα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτείται προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους για την είσοδο φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων στις εγκαταστάσεις, η εξουσία εισόδου στις εγκαταστάσεις αυτές θα πρέπει να ασκείται μόνο αφού χορηγηθεί η εν λόγω άδεια.

(43)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενεργούν προς το συμφέρον των οικονομικών φορέων, των τελικών χρηστών και του κοινού, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δημόσια συμφέροντα που καλύπτονται από τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα διαφυλάσσονται και προστατεύονται με συνέπεια μέσω κατάλληλων μέτρων επιβολής, και ότι η συμμόρφωση με την εν λόγω νομοθεσία διασφαλίζεται σε όλο το μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού μέσω κατάλληλων ελέγχων, λαμβανομένου υπόψη ότι μόνοι οι διοικητικοί έλεγχοι σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους φυσικούς και εργαστηριακούς ελέγχους προκειμένου να επαληθευθεί η συμμόρφωση των προϊόντων με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης. Συνεπώς, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να επιτυγχάνουν ένα υψηλό επίπεδο διαφάνειας κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και να δημοσιοποιούν κάθε πληροφορία που κρίνουν συναφή, ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντα των τελικών χρηστών εντός της Ένωσης.

(44)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη λειτουργία του RAPEX σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ.

(45)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη διαδικασία ρητρών διασφάλισης που προβλέπεται από την τομεακή νομοθεσία εναρμόνισης της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 10 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας εντός της Ένωσης, τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με προϊόντα που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια ή για άλλες πτυχές προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Επίσης, υποχρεούνται να γνωστοποιούν τα εν λόγω μέτρα στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, παρέχοντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει θέση ως προς το αν δικαιολογούνται τα εθνικά μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων με σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

(46)

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς, καθώς και η χρήση αποδεικτικών στοιχείων και πορισμάτων ερευνών, θα πρέπει να σέβονται την αρχή της εμπιστευτικότητας. Η διεκπεραίωση των πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη διεξαγωγή των ερευνών και να μη θίγεται η καλή φήμη των οικονομικών φορέων.

(47)

Αν, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κριθεί αναγκαία η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η επεξεργασία αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26) και στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), κατά περίπτωση.

(48)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η συνέπεια των δοκιμών σε ολόκληρη την Ένωση στο πλαίσιο της εποπτείας της αγοράς όσον αφορά συγκεκριμένα προϊόντα ή μια συγκεκριμένη κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με μια κατηγορία ή ομάδα προϊόντων, η Επιτροπή μπορεί να ορίσει ως ενωσιακή εγκατάσταση δοκιμών δικές της εγκαταστάσεις δοκιμών ή δημόσιες εγκαταστάσεις ενός κράτους μέλους. Όλες οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών θα πρέπει να είναι διαπιστευμένες σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Προς αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών θα πρέπει να παρέχουν υπηρεσίες μόνο στις αρχές εποπτείας της αγοράς, στην Επιτροπή, στο Ενωσιακό Δίκτυο Συμμόρφωσης των Προϊόντων («το Δίκτυο») και σε άλλες κυβερνητικές ή διακυβερνητικές οντότητες.

(49)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συνεχή διάθεση επαρκών οικονομικών πόρων για την κατάλληλη στελέχωση και τον εξοπλισμό των αρμόδιων αρχών εποπτείας της αγοράς. Προκειμένου η εποπτεία της αγοράς να είναι αποδοτική, απαιτούνται πόροι σταθεροί και σε επίπεδο που θα ανταποκρίνεται ανά πάσα στιγμή στις ανάγκες επιβολής. Θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να συμπληρώνουν τη δημόσια χρηματοδότηση μέσω της ανάκτησης από τους σχετικούς οικονομικούς φορείς των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά τη διενέργεια εποπτείας της αγοράς σε σχέση με προϊόντα που διαπιστώνεται ότι είναι μη συμμορφούμενα.

(50)

Θα πρέπει να θεσπιστούν μηχανισμοί αμοιβαίας συνδρομής, δεδομένου ότι για την ενωσιακή αγορά εμπορευμάτων είναι επιτακτική ανάγκη να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους οι αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών. Οι αρχές θα πρέπει να ενεργούν με καλή πίστη και, ως γενική αρχή, να αποδέχονται τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής, ιδίως εκείνες που αφορούν την πρόσβαση σε δήλωση συμμόρφωσης της ΕΕ, σε δήλωση επιδόσεων και σε τεχνικό φάκελο.

(51)

Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να ορίζουν αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και τυχόν άλλες αρχές αρμόδιες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης.

(52)

Ένας αποτελεσματικός τρόπος για να διασφαλιστεί ότι τα μη ασφαλή και μη συμμορφούμενα προϊόντα δεν διατίθενται στην αγορά της Ένωσης είναι ο εντοπισμός των εν λόγω προϊόντων προτού αυτά τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Οι αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, έχουν πλήρη εικόνα των εμπορικών ροών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και, συνεπώς, θα πρέπει να υποχρεούνται να διενεργούν επαρκείς ελέγχους βάσει εκτίμησης κινδύνου, ώστε να συμβάλλουν σε μια ασφαλέστερη αγορά, πράγμα που διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Τα κράτη μέλη οφείλουν να ορίσουν τις συγκεκριμένες αρχές που πρέπει να είναι υπεύθυνες για τους κατάλληλους ελέγχους εγγράφων και, όπου απαιτείται, τους φυσικούς ή εργαστηριακούς ελέγχους προϊόντων προτού αυτά τα προϊόντα τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η ομοιόμορφη επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για τα προϊόντα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από συστηματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς και των άλλων αρχών που έχουν οριστεί ως αρμόδιες για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν εγκαίρως από τις αρχές εποπτείας της αγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά τα μη συμμορφούμενα προϊόντα ή πληροφορίες σχετικά με οικονομικούς φορείς όπου έχει εντοπιστεί υψηλότερος κίνδυνος μη συμμόρφωσης. Με τη σειρά τους, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης θα πρέπει να ενημερώνουν τις αρχές εποπτείας της αγοράς εγκαίρως σχετικά με τη θέση προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία και με τα αποτελέσματα των ελέγχων, αν οι εν λόγω πληροφορίες έχουν σημασία για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για τα προϊόντα. Επιπλέον, αν η Επιτροπή λάβει γνώση σοβαρού κινδύνου που προκαλείται από εισαγόμενο προϊόν, θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με τον εν λόγω κίνδυνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ο συντονισμός και η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της συμμόρφωσης και των ελέγχων επιβολής στα πρώτα σημεία εισόδου στην Ένωση.

(53)

Θα πρέπει να υπενθυμίζεται στους εισαγωγείς ότι τα άρθρα 220, 254, 256, 257 και 258 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) προβλέπουν ότι τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης και απαιτούν περαιτέρω επεξεργασία προκειμένου να συμμορφωθούν με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, υπόκεινται στο κατάλληλο τελωνειακό καθεστώς που επιτρέπει την εν λόγω τελειοποίηση από τον εισαγωγέα. Γενικά, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία δεν θα πρέπει να θεωρείται απόδειξη της συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει απαραίτητα τον πλήρη έλεγχο συμμόρφωσης.

(54)

Για να χρησιμοποιηθεί για τελωνειακούς σκοπούς το περιβάλλον της ενωσιακής ενιαίας θυρίδας και επομένως να βελτιστοποιηθεί και να ελαφρύνει η διαβίβαση δεδομένων μεταξύ τελωνειακών αρχών και αρχών εποπτείας της αγοράς, απαιτείται η δημιουργία ηλεκτρονικών διεπαφών που θα επιτρέπουν την αυτόματη διαβίβαση δεδομένων. Οι τελωνειακές αρχές και οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να βοηθούν στον προσδιορισμό των προς διαβίβαση δεδομένων. Η πρόσθετη επιβάρυνση για τις τελωνειακές αρχές θα πρέπει να περιοριστεί, οι δε διεπαφές θα πρέπει να είναι άκρως αυτοματοποιημένες και εύχρηστες.

(55)

Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί το Δίκτυο, στεγαζόμενο στην Επιτροπή, με αποστολή τη διευκόλυνση του διαρθρωμένου συντονισμού και της συνεργασίας ανάμεσα στις αρχές επιβολής των κρατών μελών και την Επιτροπή, και τον εξορθολογισμό των πρακτικών εποπτείας της αγοράς εντός της Ένωσης που διευκολύνουν την εκτέλεση από τα κράτη μέλη κοινών δραστηριοτήτων επιβολής, π.χ. κοινών ερευνών. Η εν λόγω δομή διοικητικής υποστήριξης θα πρέπει να επιτρέπει την κοινή χρήση πόρων και τη διατήρηση ενός συστήματος επικοινωνίας και ενημέρωσης ανάμεσα στα κράτη μέλη και την Επιτροπή, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της επιβολής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για τα προϊόντα και στην αποτροπή των παραβάσεων. Η συμμετοχή ομάδων διοικητικής συνεργασίας (ομάδων ADCO) στο δίκτυο δεν θα πρέπει να αποκλείει τη συμμετοχή άλλων παρόμοιων ομάδων που εμπλέκονται στη διοικητική συνεργασία. Η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει στο Δίκτυο την αναγκαία διοικητική και οικονομική στήριξη.

(56)

Θα πρέπει μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής να υπάρχει αποτελεσματική, ταχεία και ακριβής ανταλλαγή πληροφοριών. Ορισμένα υφιστάμενα εργαλεία, όπως το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας για την εποπτεία της αγοράς (ICSMS) και το RAPEX, επιτρέπουν τον συντονισμό μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς στην Ένωση. Τα εργαλεία αυτά, μαζί με μια διεπαφή που επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων από το ICSMS στο RAPEX, θα πρέπει να διατηρηθούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω, ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητές τους και τα ίδια να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής.

(57)

Στο πλαίσιο αυτό, για τους σκοπούς της συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης για τα προϊόντα, το ICSMS θα πρέπει να αναβαθμιστεί και να καταστεί προσβάσιμο στην Επιτροπή, στα ενιαία γραφεία σύνδεσης, στις τελωνειακές αρχές και στις αρχές εποπτείας της αγοράς. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναπτυχθεί ηλεκτρονική διεπαφή η οποία θα επιτρέπει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών συστημάτων των τελωνειακών αρχών και των αρχών εποπτείας της αγοράς. Σε περιπτώσεις αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης θα πρέπει να παρέχουν κάθε στήριξη που είναι αναγκαία για την μεταξύ αρμοδίων αρχών συνεργασία. Θα πρέπει επομένως το ICSMS να παρέχει λειτουργίες που να επιτρέπουν την αυτόματη επισήμανση στα ενιαία γραφεία σύνδεσης των προθεσμιών που δεν τηρούνται. Εάν μια τομεακή νομοθεσία ήδη προβλέπει ηλεκτρονικά συστήματα συνεργασίας και ανταλλαγής δεδομένων, όπως π.χ. συμβαίνει με το σύστημα EUDAMED στην περίπτωση των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, θα πρέπει τα συστήματα αυτά να διατηρούνται σε λειτουργία όταν ενδείκνυται.

(58)

Γενικά, το ICSMS θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών που θεωρούνται χρήσιμες για άλλες αρχές εποπτείας της αγοράς. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει ελέγχους διενεργούμενους στο πλαίσιο έργων εποπτείας της αγοράς, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των δοκιμών. Η ποσότητα των δεδομένων που πρέπει να καταχωρίζονται στο ICSMS θα πρέπει να επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ του υπερβολικά υψηλού φόρτου, εάν η προσπάθεια καταχώρισης των δεδομένων υπερβαίνει την προσπάθεια που γίνεται με τους πραγματικούς ελέγχους, και στο να είναι αρκετά εκτενής ώστε να προσφέρει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα από την πλευρά των αρχών. Επομένως, η ποσότητα των δεδομένων που θα καταχωρίζονται στο ICSMS θα πρέπει να καλύπτει και απλούστερους ελέγχους και όχι μόνο τις εργαστηριακές δοκιμές. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να απαιτείται η καταχώριση απλών σύντομων οπτικών ελέγχων. Ως γενική οδηγία, οι έλεγχοι που τεκμηριώνονται ατομικά θα πρέπει επίσης να καταχωρίζονται στο ICSMS.

(59)

Ενθαρρύνονται τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν το ICSMS για την επικοινωνία μεταξύ τελωνειακών αρχών και αρχών εποπτείας της αγοράς, ως εναλλακτική δυνατότητα αντί των εθνικών συστημάτων. Το ανωτέρω δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κοινοτικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων (CRMS) που χρησιμοποιούν οι τελωνειακές αρχές. Τα δυο συστήματα θα μπορούσαν να λειτουργούν παράλληλα, αφού έχουν διαφορετικούς, συμπληρωματικούς ρόλους, όπου το μεν ICSMS διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ τελωνειακών αρχών και αρχών εποπτείας της αγοράς με σκοπό την εύρυθμη διεκπεραίωση των τελωνειακών διασαφήσεων στο πεδίο της ασφάλειας προϊόντος και στο πλαίσιο της συμμόρφωσης, το δε CRMS προορίζεται για κοινή διαχείριση κινδύνων και για ελέγχους από τις τελωνειακές αρχές.

(60)

Οι τραυματισμοί από μη συμμορφούμενα προϊόντα είναι σημαντικές πληροφορίες για τις αρχές εποπτείας της αγοράς. Το ICSMS θα πρέπει επομένως να παρέχει τα σχετικά πεδία δεδομένων, ώστε οι αρχές εποπτείας της αγοράς να μπορούν στη διάρκεια της έρευνάς τους να καταχωρίζουν εύκολα διαθέσιμες εκθέσεις που προβλέπονται, διευκολύνοντας έτσι μεταγενέστερες στατιστικές αξιολογήσεις.

(61)

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με την εποπτεία της αγοράς με ρυθμιστικές αρχές τρίτων χωρών ή με διεθνείς οργανισμούς, στο πλαίσιο των συμφωνιών που η Ένωση συνάπτει με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των προϊόντων προτού αυτά εισαχθούν στην αγορά της Ένωσης.

(62)

Για να επιτευχθεί υψηλός βαθμός συμμόρφωσης με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για προϊόντα και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί μια αποδοτική κατανομή πόρων και ένας οικονομικά αποδοτικός έλεγχος των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, θα πρέπει η Επιτροπή να μπορεί να εγκρίνει ειδικά συστήματα προεξαγωγικού ελέγχου. Τα προϊόντα που εντάσσονται σε τέτοια εγκεκριμένα συστήματα μπορούν, στο πλαίσιο της εκτίμησης κινδύνου που διενεργούν οι αρχές οι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, να λαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης από ό,τι άλλα συγκρίσιμα προϊόντα που δεν υπόκεινται σε προεξαγωγικό έλεγχο.

(63)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού ως προς τους στόχους που επιδιώκει, συνεκτιμώντας επίσης τις νέες τεχνολογικές, οικονομικές, εμπορικές και νομικές εξελίξεις. Σύμφωνα με το σημείο 22 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (29), η αξιολόγηση, βάσει της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας, της συνάφειας, της συνεκτικότητας και της προστιθέμενης αξίας, θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για τις εκτιμήσεις επιπτώσεων των επιλογών περαιτέρω δράσης, ιδίως σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, την εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων που αφορούν τα καθήκοντα των οικονομικών φορέων που διαθέτουν προϊόντα στην αγορά, και το σύστημα προεξαγωγικών ελέγχων στα προϊόντα.

(64)

Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης θα πρέπει να προστατεύονται με αναλογικά μέτρα που να καλύπτουν ολόκληρο τον κύκλο δαπανών, όπου περιλαμβάνονται η πρόληψη, ο εντοπισμός και η διερεύνηση παρατυπιών, η ανάκτηση απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων και, κατά περίπτωση, η επιβολή διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

(65)

Η ποικιλομορφία των κυρώσεων ανά την Ένωση είναι ένας από τους λόγους της ανεπαρκούς αποτροπής και της ανομοιόμορφης προστασίας. Οι κανόνες σχετικά με τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των χρηματικών προστίμων, αποτελούν ζήτημα εθνικής δικαιοδοσίας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

(66)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά: τον προσδιορισμό των ομοιόμορφων συνθηκών για ελέγχους, για τα κριτήρια προσδιορισμού της συχνότητας των ελέγχων και της ποσότητας των προς έλεγχο δειγμάτων από τα συγκεκριμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων, εάν εντοπίζονται διαρκώς συγκεκριμένοι κίνδυνοι ή σοβαρές παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης· τον προσδιορισμό των διαδικασιών ορισμού ενωσιακών εγκαταστάσεων δοκιμών· τον καθορισμό των κριτηρίων αναφοράς και τεχνικών για τους ελέγχους με βάση κοινή ανάλυση κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης· τον προσδιορισμό των αναλυτικών στοιχείων για τα στατιστικά δεδομένα τα οποία καλύπτουν ελέγχους που διενεργούνται από τις εντεταλμένες αρχές αναφορικά με προϊόντα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο· τον προσδιορισμό των αναλυτικών στοιχείων για τις ρυθμίσεις εφαρμογής που αφορούν το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας και τον καθορισμό των δεδομένων που σχετίζονται με την υπαγωγή προϊόντων στην τελωνειακή διαδικασία «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία», τα οποία διαβιβάζονται από τις τελωνειακές αρχές· και την έγκριση συγκεκριμένων συστημάτων προεξαγωγικού ελέγχου των προϊόντων και την απόσυρση τέτοιων εγκρίσεων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30).

(67)

Καθώς ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι να βελτιώσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την ενίσχυση της εποπτείας της αγοράς προϊόντων που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, δεν μπορεί να επιτευχθεί αρκούντως από τα κράτη μέλη, δεδομένης της ανάγκης για ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συνεργασίας, αλληλεπίδρασης και συνεκτικής δράσης όλων των αρμόδιων αρχών σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά δύναται, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(68)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται κυρίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνονται στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σε συμφωνία με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός επιδιώκει να διασφαλίσει τον απόλυτο σεβασμό στην προστασία των καταναλωτών, την επιχειρηματική ελευθερία, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της ενίσχυσης της εποπτείας της αγοράς προϊόντων καλυπτόμενων από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης σύμφωνα με το άρθρο 2, ώστε να διασφαλιστεί ότι στην αγορά της Ένωσης διατίθενται μόνο συμμορφούμενα προϊόντα που πληρούν απαιτήσεις που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας των δημόσιων συμφερόντων, όπως η υγεία και η ασφάλεια γενικά, η υγεία και η ασφάλεια στον χώρο εργασίας, η προστασία των καταναλωτών, η προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας ασφάλειας και κάθε άλλου δημόσιου συμφέροντος που καλύπτεται από την εν λόγω νομοθεσία.

2.   Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες και διαδικασίες για τους οικονομικούς φορείς σε ό,τι αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, και θεσπίζει ένα πλαίσιο συνεργασίας με τους οικονομικούς φορείς.

3.   Ο παρών κανονισμός παρέχει επίσης ένα πλαίσιο για τη διενέργεια ελέγχων στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα προϊόντα τα οποία υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης που παρατίθεται στο παράρτημα Ι («ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης»), όπου δεν υπάρχουν στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης ειδικές διατάξεις με τον ίδιο στόχο οι οποίες να ρυθμίζουν με ειδικότερο τρόπο συγκεκριμένες πτυχές της εποπτείας της αγοράς και της επιβολής.

2.   Τα άρθρα 25 έως 28 εφαρμόζονται στα προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία, όπου δεν υφίστανται στην ενωσιακή νομοθεσία ειδικές διατάξεις σχετικά με την οργάνωση των ελέγχων στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης.

3.   Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζει τις αρχές εποπτείας της αγοράς να λαμβάνουν ειδικότερα μέτρα, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2001/95/ΕΚ.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα άρθρα 12 έως 15 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «διαθεσιμότητα στην αγορά»: κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

2)   «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά της Ένωσης·

3)   «εποπτεία της αγοράς»: οι δραστηριότητες που διεξάγονται και τα μέτρα που λαμβάνονται από αρχές εποπτείας της αγοράς προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζει η ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και ότι προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον που η νομοθεσία αυτή καλύπτει·

4)   «αρχή εποπτείας της αγοράς»: η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος βάσει του άρθρου 10 ως αρμόδια να ασκεί εποπτεία της αγοράς στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους·

5)   «αιτούσα αρχή»: η αρχή εποπτείας της αγοράς που υποβάλλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

6)   «αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η αρχή εποπτείας της αγοράς που λαμβάνει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

7)   «μη συμμόρφωση»: οποιαδήποτε μη συμμόρφωση προς οποιαδήποτε απαίτηση της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης ή του παρόντος κανονισμού·

8)   «κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ένα προϊόν ή αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή του και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό σήμα του·

9)   «εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση το οποίο διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην αγορά της Ένωσης·

10)   «διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, διαφορετικό από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά προϊόν διαθέσιμο στην αγορά·

11)   «πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, στην πορεία της εμπορικής δραστηριότητας, προσφέρει δυο τουλάχιστον από τις ακόλουθες υπηρεσίες: αποθήκευση, συσκευασία, διευθυνσιοδότηση και αποστολή, χωρίς να έχει την κυριότητα των εμπλεκόμενων προϊόντων και εξαιρέσει των ταχυδρομικών υπηρεσιών όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31), των υπηρεσιών αποστολής δεμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/644 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32), και κάθε άλλης ταχυδρομικής υπηρεσίας ή υπηρεσίας εμπορευματικής μεταφοράς.

12)   «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί για λογαριασμό του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις που υπέχει ο κατασκευαστής βάσει της οικείας ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης ή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού·

13)   «οικονομικός φορέας»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας, ο διανομέας, ο πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών ή κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπέχει υποχρεώσεις σχετικά με την κατασκευή προϊόντων, τη διαθεσιμότητά τους στην αγορά ή τη θέση τους σε λειτουργία σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης·

14)   «πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών»: πάροχος υπηρεσίας όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33)·

15)   «επιγραμμική διεπαφή»: κάθε λογισμικό, όπως και ένας δικτυακός τόπος, ένα μέρος δικτυακού τόπου ή μια εφαρμογή, που διατηρείται σε λειτουργία από έναν οικονομικό φορέα ή για λογαριασμό του και χρησιμεύει για να δίνει στον τελικό χρήστη πρόσβαση στα προϊόντα του οικονομικού φορέα·

16)   «διορθωτικό μέτρο»: κάθε μέτρο που ένας οικονομικός φορέας λαμβάνει για την παύση τυχόν μη συμμόρφωσης, μετά από απαίτηση μιας αρχής εποπτείας της αγοράς ή μετά από ιδία πρωτοβουλία του οικονομικού φορέα·

17)   «προαιρετικό μέτρο»: διορθωτικό μέτρο που δεν απαιτείται από αρχή εποπτείας της αγοράς·

18)   «κίνδυνος»: ο συνδυασμός της πιθανότητας εμφάνισης μιας επικινδυνότητας ικανής να προκαλέσει βλάβη και του βαθμού σοβαρότητας της βλάβης αυτής·

19)   «προϊόν που παρουσιάζει κίνδυνο»: προϊόν ικανό να επηρεάσει αρνητικά την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων γενικά, την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας, την προστασία του καταναλωτή, το περιβάλλον, τη δημόσια ασφάλεια και άλλες εκφάνσεις δημόσιου συμφέροντος, που προστατεύονται από την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, σε βαθμό που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται εύλογο και αποδεκτό σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ή υπό φυσιολογικές ή εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης του συγκεκριμένου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που αφορούν τη διάρκεια χρήσης και, κατά περίπτωση, τη θέση σε λειτουργία, την εγκατάσταση και τη συντήρησή του·

20)   «προϊόν που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο»: προϊόν που παρουσιάζει κίνδυνο για τον οποίο, βάσει εκτίμησης κινδύνου και λαμβανομένης υπόψη της φυσιολογικής και προβλέψιμης χρήσης του προϊόντος, του συνδυασμού της πιθανότητας εμφάνισης μιας επικινδυνότητας ικανής να προκαλέσει βλάβη και του βαθμού σοβαρότητας της βλάβης αυτής, κρίνεται ότι απαιτείται ταχεία επέμβαση των αρχών εποπτείας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο κίνδυνος δεν έχει άμεσες επιπτώσεις

21)   «τελικός χρήστης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο είχε πρόσβαση σε ένα προϊόν είτε ως καταναλωτής, εκτός οποιασδήποτε εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, είτε ως επαγγελματίας τελικός χρήστης στο πλαίσιο των βιομηχανικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων του·

22)   «ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή προϊόντος που έχει ήδη καταστεί διαθέσιμο στον τελικό χρήστη·

23)   «απόσυρση»: κάθε μέτρο που έχει ως στόχο να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά προϊόντος που βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

24)   «τελωνειακές αρχές»: οι τελωνειακές αρχές, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

25)   «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία»: η διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 201 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

26)   «προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης»: προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες και τα οποία προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης ή προορίζονται για ιδιωτική χρήση ή κατανάλωση εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης και τίθενται υπό την τελωνειακή διαδικασία της «θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 4

Καθήκοντα των οικονομικών φορέων που αφορούν προϊόντα υποκείμενα σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης

1.   Παρά τις τυχόν υποχρεώσεις που ορίζονται στην ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, ένα προϊόν που υπόκειται στη νομοθεσία που αναφέρεται στην παράγραφο 5 μπορεί να διατεθεί στην αγορά μόνο εάν υπάρχει εντός της Ένωσης εγκατεστημένος οικονομικός φορέας υπεύθυνος για τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 3 όσον αφορά το εν λόγω προϊόν.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οικονομικός φορέας κατά την έννοια της παραγράφου 1 είναι ένας από τους εξής:

α)

κατασκευαστής που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση·

β)

εισαγωγέας, όπου ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση·

γ)

εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ο οποίος διαθέτει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή που ορίζει τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο να εκτελεί εξ ονόματος του κατασκευαστή τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 3·

δ)

πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών εγκατεστημένος στην Ένωση, για τα προϊόντα που διεκπεραιώνει ο ίδιος όταν δεν υπάρχει άλλος οικονομικός φορέας από τους προβλεπόμενους στα στοιχεία α), β) και γ) εγκατεστημένος στην Ένωση.

3.   Με την επιφύλαξη ενδεχόμενων υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων δυνάμει της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ο οικονομικός φορέας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επιτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

αν η ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης που εφαρμόζεται στο προϊόν προβλέπει δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ ή δήλωση επιδόσεων και τεχνικό φάκελο, διακριβώνει ότι η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ ή η δήλωση επιδόσεων και ο τεχνικός φάκελος έχουν καταρτιστεί, τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ή τη δήλωση επιδόσεων στη διάθεση των αρχών εποπτείας της αγοράς για το χρονικό διάστημα που απαιτείται από την εν λόγω νομοθεσία και μεριμνά ώστε ο τεχνικός φάκελος να μπορεί να διαβιβαστεί στις ανωτέρω αρχές, εάν το ζητήσουν·

β)

κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος που υποβάλλεται από αρχή εποπτείας της αγοράς, παρέχει στην εν λόγω αρχή όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, σε γλώσσα που να μπορεί εύκολα να την κατανοήσει η εν λόγω αρχή·

γ)

εάν έχει λόγους να πιστεύει πως ένα προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, ενημερώνει σχετικά τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

συνεργάζεται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, μεταξύ άλλων και μετά από δικό τους αιτιολογημένο αίτημα, μεριμνώντας ώστε να ληφθούν τα αναγκαία άμεσα διορθωτικά μέτρα προς αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζει η ισχύουσα για το συγκεκριμένο προϊόν ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, τον περιορισμό των κινδύνων που ενέχει το συγκεκριμένο προϊόν, εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς το ζητήσουν, ή με δική του πρωτοβουλία, εάν ο οικονομικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εκτιμήσει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι το συγκεκριμένο προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο.

4.   Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων δυνάμει της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, το όνομα, η καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα και τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ταχυδρομικής διεύθυνσης του οικονομικού φορέα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναγράφονται στο προϊόν ή στη συσκευασία του, στο δέμα ή σε συνοδευτικό έγγραφο.

5.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 305/2011 (34), (ΕΕ) 2016/425 (35) και (ΕΕ) 2016/426 (36) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2000/14/ΕΚ (37), 2006/42/ΕΚ (38), 2009/48/ΕΚ (39), 2009/125/ΕΚ (40), 2011/65/ΕΕ (41), 2013/29/ΕΕ (42), 2013/53/ΕΕ (43), 2014/29/ΕΕ (44), 2014/30/ΕΕ (45), 2014/31/ΕΕ (46), 2014/32/ΕΕ (47), 2014/34/ΕΕ (48), 2014/35/ΕΕ (49), 2014/53/ΕΕ (50) και 2014/68/ΕΕ (51) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 5

Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ), o εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος έχει εντολή από τον κατασκευαστή να εκτελεί τα καθήκοντα που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, με την επιφύλαξη όλων των άλλων καθηκόντων που επιτάσσει η σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

2.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος εκτελεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή. Παρέχει στις αρχές εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτήματός τους, αντίγραφο της εντολής σε γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από την αρχή εποπτείας της αγοράς.

3.   Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να μπορούν να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους.

Άρθρο 6

Πώληση εξ αποστάσεως

Προϊόν πωλούμενο επιγραμμικά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης, θεωρείται ότι καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης. Προσφορά θα πρέπει να θεωρείται ότι στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς κράτος μέλος.

Άρθρο 7

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς για μέτρα που θα μπορούσαν να εξαλείψουν ή να μετριάσουν κινδύνους που παρουσιάζουν προϊόντα τα οποία οι φορείς αυτοί έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, μετά από αίτημα των αρχών εποπτείας της αγοράς και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για να διευκολύνουν κάθε τυχόν μέτρο που λαμβάνεται με σκοπό την εξάλειψη ή, όπου αυτό δεν είναι δυνατό, τον μετριασμό των κινδύνων που παρουσιάζει ένα προϊόν που προσφέρεται ή προσφέρθηκε προς πώληση επιγραμμικά μέσω των δικών τους υπηρεσιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ

Άρθρο 8

Παροχή πληροφοριών στους οικονομικούς φορείς

1.   Η Επιτροπή, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724, μεριμνά ώστε η δικτυακή πύλη «Η Ευρώπη σου» να παρέχει στους χρήστες επιγραμμική πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τις απαιτήσεις για τα προϊόντα και τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που απορρέουν από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες για την δωρεάν παροχή στους οικονομικούς φορείς, μετά από δικό τους αίτημα, πληροφοριών για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που ισχύει για τα προϊόντα. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμογή έχει το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/515.

Άρθρο 9

Κοινές δραστηριότητες για την προώθηση της συμμόρφωσης

1.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να συμφωνούν με άλλες αρμόδιες αρχές ή σε οργανισμούς που εκπροσωπούν οικονομικούς φορείς ή τελικούς χρήστες για τη διενέργεια κοινών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην προώθηση της συμμόρφωσης, τον εντοπισμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, την παροχή ενημέρωσης και καθοδήγησης σε σχέση με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης αναφορικά με συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, ειδικότερα των κατηγοριών προϊόντων που συχνά διαπιστώνεται ότι παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσφέρονται προς πώληση επιγραμμικά.

2.   Οι ανωτέρω αρχές εποπτείας της αγοράς και τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μεριμνούν ώστε η συμφωνία για κοινές δραστηριότητες να μη δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικών φορέων, και να μην επηρεάζει την αντικειμενικότητα, ανεξαρτησία και αμεροληψία των μερών.

3.   Μια αρχή εποπτείας της αγοράς μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε πληροφορία που προκύπτει από κοινές δραστηριότητες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο οποιασδήποτε έρευνας για μη συμμόρφωση την οποία αυτή διεξάγει.

4.   Η εν λόγω αρχή εποπτείας της αγοράς καθιστά διαθέσιμη στο ευρύ κοινό την τυχόν συμφωνία περί κοινών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των εμπλεκόμενων μερών, και καταχωρίζει την εν λόγω συμφωνία στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34. Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, το συσταθέν βάσει του άρθρου 29 Δίκτυο παρέχει συνδρομή για την σύνταξη των συμφωνιών περί κοινών δραστηριοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΙΑΙΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΣΥΝΔΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Ορισμός των αρχών εποπτείας της αγοράς και των ενιαίων γραφείων σύνδεσης

1.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν και διενεργούν εποπτεία της αγοράς κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρχές εποπτείας της αγοράς στο έδαφός του. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη για τις δικές του αρχές εποπτείας της αγοράς και για το πεδίο αρμοδιοτήτων καθεμιάς από αυτές τις αρχές, χρησιμοποιώντας το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

3.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα ενιαίο γραφείο σύνδεσης.

4.   Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης είναι αρμόδιο τουλάχιστον για την εκπροσώπηση της συντονισμένης θέσης των αρχών εποπτείας της αγοράς και των αρχών που ορίζονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 1, και για την κοινοποίηση των εθνικών στρατηγικών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13. Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης συνδράμει επίσης στη συνεργασία μεταξύ αρχών εποπτείας της αγοράς από διαφορετικά κράτη μέλη, κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο VI.

5.   Για να διενεργούν εποπτεία της αγοράς με την ίδια αποτελεσματικότητα για όλους τους διαύλους διανομής, στα προϊόντα που καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά επιγραμμικά και απογραμμικά, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς και το ενιαίο γραφείο σύνδεσης διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους, μεταξύ άλλων επαρκείς δημοσιονομικούς και λοιπούς πόρους, όπως επαρκή αριθμό καταρτισμένων υπαλλήλων, εμπειρογνωμοσύνη, διαδικασίες και άλλες ρυθμίσεις για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, όταν υπάρχουν περισσότερες της μίας αρχές εποπτείας της αγοράς στο έδαφός τους, για τον σαφή καθορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων των εν λόγω αρχών και για τη δημιουργία κατάλληλων μηχανισμών επικοινωνίας και συντονισμού ώστε να μπορούν οι εν λόγω αρχές να συνεργάζονται στενά και να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

Άρθρο 11

Δραστηριότητες των αρχών εποπτείας της αγοράς

1.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς εκτελούν τις δραστηριότητές τους με σκοπό να διασφαλίζουν τα εξής:

α)

αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εντός του εδάφους τους για προϊόντα που καθίστανται διαθέσιμα επιγραμμικά και απογραμμικά σε σχέση με προϊόντα που υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης·

β)

τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών διορθωτικών μέτρων από τους οικονομικούς φορείς για τη συμμόρφωση με την εν λόγω νομοθεσία και τον παρόντα κανονισμό·

γ)

τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων εάν ο οικονομικός φορέας παραλείψει να λάβει διορθωτικά μέτρα.

2.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ασκούν τις αρμοδιότητές τους και εκτελούν τα καθήκοντά τους με ανεξαρτησία, αμεροληψία και χωρίς προκαταλήψεις.

3.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς διενεργούν, στο πλαίσιο των οριζόμενων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δραστηριοτήτων τους, κατάλληλους ελέγχους στα χαρακτηριστικά των προϊόντων σε επαρκή κλίμακα, με ελέγχους εγγράφων και, όπου ενδείκνυται, με φυσικούς και εργαστηριακούς ελέγχους βάσει κατάλληλων δειγμάτων, χρησιμοποιώντας πόρους και μέτρα κατά προτεραιότητα για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς και συνεκτιμώντας την αντίστοιχη εθνική στρατηγική εποπτείας της αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 13.

Όταν αποφασίζουν ως προς το ποιους ελέγχους θα διενεργήσουν, σε ποιους τύπους προϊόντων και σε ποια κλίμακα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς ακολουθούν μια προσέγγιση βασισμένη στις εκτιμήσεις κινδύνου η οποία συνεκτιμά τις ακόλουθες παραμέτρους:

α)

την πιθανή επικινδυνότητα και τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης που έχουν σχέση με τα προϊόντα και, όταν είναι διαθέσιμη, τη συχνότητά τους στην αγορά·

β)

τις δραστηριότητες και τις λειτουργίες που τελούν υπό τον έλεγχο του οικονομικού φορέα·

γ)

το ιστορικό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης του οικονομικού φορέα·

δ)

κατά περίπτωση, το προφίλ κινδύνου που έχουν καταρτίσει οι ορισθείσες βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 1·αρχές·

ε)

τις καταγγελίες καταναλωτών και άλλες πληροφορίες διαβιβασθείσες από άλλες αρχές, οικονομικούς φορείς, μέσα ενημέρωσης και άλλες πηγές, που μπορεί να υποδηλώνουν μη συμμόρφωση.

4.   Η Επιτροπή, αφού συμβουλευθεί το Δίκτυο, μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για τον προσδιορισμό των ομοιόμορφων συνθηκών διενέργειας των ελέγχων, για τα κριτήρια προσδιορισμού της συχνότητας των ελέγχων και της ποσότητας των προς έλεγχο δειγμάτων για ορισμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων όπου εντοπίζονται συνεχώς συγκεκριμένοι κίνδυνοι ή σοβαρές παραβιάσεις της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, προκειμένου να διασφαλιστούν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας ή άλλα δημόσια συμφέροντα που προστατεύονται από την εν λόγω νομοθεσία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

5.   Όταν οι οικονομικοί φορείς προσκομίζουν εκθέσεις δοκιμών ή πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τη συμμόρφωση των προϊόντων τους με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και που έχουν εκδοθεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, διαπιστευμένο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ανωτέρω εκθέσεις και πιστοποιητικά.

6.   Τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται από αρχή εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ερευνών που διενεργούν αρχές εποπτείας της αγοράς άλλου κράτους μέλους για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προϊόντων χωρίς περαιτέρω τυπικές προϋποθέσεις.

7.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεσπίζουν τις ακόλουθες διαδικασίες σε σχέση με τα προϊόντα που υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης:

α)

διαδικασίες για την παρακολούθηση της συνέχειας σε καταγγελίες ή εκθέσεις για ζητήματα που αφορούν κινδύνους ή μη συμμόρφωση·

β)

διαδικασίες για την επαλήθευση της δέουσας λήψης διορθωτικών μέτρων από τους οικονομικούς φορείς.

8.   Για να διασφαλίσουν την επικοινωνία και το συντονισμό με τους ομολόγους τους στα άλλα κράτη μέλη, οι αρχές εποπτείας της αγοράς συμμετέχουν ενεργά στις ομάδες διοικητικής συνεργασίας (ομάδες ADCO) που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 2.

9.   Με την επιφύλαξη κάθε ενωσιακής διαδικασίας διασφάλισης σύμφωνης με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, τα προϊόντα που θεωρούνται μη συμμορφούμενα βάσει απόφασης που έχει ληφθεί από αρχή εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους, τεκμαίρονται μη συμμορφούμενα από τις αρχές εποπτείας της αγοράς άλλου κράτους μέλους, εκτός αν η αρμόδια αρχή εποπτείας της αγοράς άλλου κράτους μέλους έχει καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα βάσει δικής της έρευνας που συνεκτίμησε τα στοιχεία που ενδεχομένως παρασχέθηκαν από οικονομικό φορέα.

Άρθρο 12

Αξιολόγηση από ομοτίμους

1.   Οργανώνονται αξιολογήσεις από ομοτίμους, για όσες αρχές εποπτείας της αγοράς επιθυμούν να συμμετέχουν σε αυτές προκειμένου να βελτιώσουν τη συνοχή των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Το Δίκτυο αναπτύσσει τη μεθοδολογία και το κυλιόμενο πρόγραμμα των αξιολογήσεων από ομοτίμους μεταξύ των συμμετεχουσών αρχών εποπτείας της αγοράς. Κατά την κατάρτιση της μεθοδολογίας και του κυλιόμενου προγράμματος, το Δίκτυο συνεκτιμά τουλάχιστον τον αριθμό και το μέγεθος των αρχών εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών, τον αριθμό διαθέσιμων υπαλλήλων και τους άλλους πόρους που συμβάλλουν στη διενέργεια των αξιολογήσεων από ομοτίμους, καθώς και άλλα συναφή κριτήρια.

3.   Οι αξιολογήσεις από ομοτίμους καλύπτουν τις βέλτιστες πρακτικές που αναπτύσσονται από κάποιες αρχές εποπτείας της αγοράς και που μπορεί να φανούν χρήσιμες σε άλλες αρχές εποπτείας της αγοράς, καθώς και άλλες συναφείς πτυχές που έχουν σχέση με την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς.

4.   Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων από ομοτίμους υποβάλλονται στο Δίκτυο.

Άρθρο 13

Εθνικές στρατηγικές εποπτείας της αγοράς

1.   Κάθε κράτος μέλος χαράσσει μια κεντρική εθνική στρατηγική εποπτείας της αγοράς ανά τέσσερα έτη τουλάχιστον. Κάθε κράτος μέλος χαράσσει την πρώτη τέτοια στρατηγική από τις 16 Ιουλίου 2022. Η εθνική στρατηγική προάγει μια συνεπή, συνολική και ολοκληρωμένη προσέγγιση στην εποπτεία της αγοράς και στην επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης εντός του εδάφους του κράτους μέλους. Κατά το σχεδιασμό της εθνικής στρατηγικής εποπτείας της αγοράς, συνεκτιμώνται όλοι οι τομείς που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας των προϊόντων, περιλαμβανομένων των εισαγωγών και των ψηφιακών εφοδιαστικών αλυσίδων. Μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη οι προτεραιότητες που καθορίζονται στο πρόγραμμα εργασιών του Δικτύου.

2.   Η εθνική στρατηγική εποπτείας της αγοράς περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία, όταν αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς:

α)

τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη συχνότητα εμφάνισης μη συμμορφούμενων προϊόντων, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 και στο άρθρο 25 παράγραφος 3, και, κατά περίπτωση, τις τάσεις της αγοράς που μπορεί να επηρεάσουν τα ποσοστά μη συμμόρφωσης για τις κατηγορίες προϊόντων, και τις πιθανές απειλές και κινδύνους που σχετίζονται με τις αναδυόμενες τεχνολογίες·

β)

τους τομείς που τα κράτη μέλη προσδιορίζουν ως τομείς προτεραιότητας για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης·

γ)

τις δραστηριότητες επιβολής που προβλέπονται με στόχο τον περιορισμό της συχνότητας της μη συμμόρφωσης στους τομείς που έχουν προσδιοριστεί ως τομείς προτεραιότητας, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των ελάχιστων επιπέδων ελέγχων που προβλέπονται για τις κατηγορίες προϊόντων που έχουν σημαντικά επίπεδα μη συμμόρφωσης·

δ)

μια αξιολόγηση της συνεργασίας με αρχές εποπτείας της αγοράς άλλων κρατών μελών, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 παράγραφος 8 και στο Κεφάλαιο VI.

3.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν την εθνική στρατηγική εποπτείας της αγοράς στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34. Κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει περίληψη της στρατηγικής του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Άρθρο 14

Εξουσίες των αρχών εποπτείας της αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη εκχωρούν στις οικείες αρχές εποπτείας της αγοράς τις εξουσίες εποπτείας της αγοράς, έρευνας και επιβολής που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

2.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στο παρόν άρθρο αποδοτικά και αποτελεσματικά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, στο βαθμό μια τέτοια άσκηση έχει σχέση με το αντικείμενο, τον σκοπό των μέτρων και τη φύση και τις συνολικές πραγματικές ή δυνητικές βλάβες που προκύπτουν από το περιστατικό μη συμμόρφωσης. Οι εξουσίες εκχωρούνται και ασκούνται σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των αρχών του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και με τις εθνικές δικαιϊκές αρχές που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία και πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, με τις εφαρμοστέες δικονομικές εγγυήσεις, καθώς και με τους ενωσιακούς κανόνες περί προστασίας των δεδομένων, και ειδικότερα τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

3.   Κατά την εκχώρηση εξουσιών σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας με έναν από τους εξής τρόπους, κατά περίπτωση:

α)

απευθείας από τις αρχές εποπτείας της αγοράς στο πλαίσιο της δικής τους αρμοδιότητας·

β)

μέσω προσφυγής σε άλλες δημόσιες αρχές, σύμφωνα με την κατανομή εξουσιών και τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του συγκεκριμένου κράτους μέλους·

γ)

κατόπιν αίτησης στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης για την έγκριση της άσκησης της εν λόγω εξουσίας, και, εφόσον ενδείκνυται, μέσω της άσκησης προσφυγής σε περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

4.   Στις εξουσίες που εκχωρούνται στις αρχές εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι εξής:

α)

η εξουσία να ζητούν από τους οικονομικούς φορείς να παράσχουν συναφή έγγραφα, τεχνικές προδιαγραφές, δεδομένα ή πληροφορίες που σχετίζονται με τη συμμόρφωση και τεχνικές πτυχές του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στο ενσωματωμένο λογισμικό στον βαθμό που η πρόσβαση αυτή είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του προϊόντος με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, υπό οιαδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου ή του τόπου αποθήκευσης των εν λόγω εγγράφων, τεχνικών προδιαγραφών, δεδομένων ή πληροφοριών, και να λαμβάνουν ή να αποκτούν αντίγραφα αυτών ·

β)

η εξουσία να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν συναφείς πληροφορίες για την αλυσίδα εφοδιασμού, για τις λεπτομέρειες του δικτύου διανομής, για τις ποσότητες προϊόντων στην αγορά και για άλλα μοντέλα του προϊόντος που έχουν τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά με το συγκεκριμένο προϊόν, εφόσον αυτό έχει σημασία σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης·

γ)

η εξουσία να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν συναφείς πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να εξακριβωθεί η κυριότητα των δικτυακών τόπων, εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με το αντικείμενο της έρευνας·

δ)

η εξουσία να διενεργούν χωρίς προειδοποίηση επιτόπιες επιθεωρήσεις και φυσικούς ελέγχους των προϊόντων·

ε)

η εξουσία να εισέρχονται σε χώρους, εδάφη ή μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιεί ο οικονομικός φορέας για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, προκειμένου να εντοπίζουν τη μη συμμόρφωση και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία·

στ)

η εξουσία να κινούν έρευνες με ιδία πρωτοβουλία των αρχών εποπτείας της αγοράς προκειμένου να εντοπίζουν περιπτώσεις μη συμμόρφωση και να τις παύουν·

ζ)

η εξουσία να απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να παύσουν μια περίπτωση μη συμμόρφωση ή για να εξαλείψουν τον κίνδυνο·

η)

η εξουσία να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, εάν ένας οικονομικός φορέας παραλείπει να λάβει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα ή εάν παραμένει η μη συμμόρφωση ή ο κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διαθεσιμότητα ενός προϊόντος στην αγορά ή να διατάσσουν την απόσυρση ή ανάκληση ή την ανάκληση του προϊόντος·

θ)

η εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 41·

ι)

η εξουσία να αγοράζουν δείγματα του προϊόντος, μεταξύ άλλων και με καλυμμένη ταυτότητα, να επιθεωρούν τα εν λόγω δείγματα και να πραγματοποιούν ανάδρομη τεχνική έρευνα ώστε να εντοπίζουν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία·

ια)

η εξουσία, όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την εξάλειψη ενός σοβαρού κινδύνου:

i)

να απαιτούν την αφαίρεση περιεχομένου που αναφέρεται στα συγκεκριμένα προϊόντα από την επιγραμμική διεπαφή ή να απαιτούν την ανάρτηση ρητής προειδοποίησης προς τους τελικούς χρήστες όταν αυτοί συνδέονται με την επιγραμμική διεπαφή· ή

ii)

όταν μια απαίτηση σύμφωνη με το σημείο i) δεν έχει τηρηθεί, να απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να περιορίσουν την πρόσβαση στην επιγραμμική διεπαφή, ακόμη και ζητώντας από αρμόδιους τρίτους να εφαρμόσουν το μέτρο.

5.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να χρησιμοποιούν πληροφορίες, έγγραφα, ευρήματα, δηλώσεις ή μυστικές πληροφορίες ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς των ερευνών τους, ανεξάρτητα από τον μορφότυπο και το μέσο αποθήκευσής τους.

Άρθρο 15

Ανάκτηση των εξόδων από τις αρχές εποπτείας της αγοράς

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρχές εποπτείας της αγοράς τους να απαιτήσουν από συγκεκριμένο οικονομικό φορέα το σύνολο των εξόδων για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν σχετικά με περίπτωση μη συμμόρφωσης.

2.   Στα έξοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να περιλαμβάνεται το κόστος διενέργειας δοκιμών, το κόστος της λήψης μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2, και το κόστος αποθήκευσης και το κόστος ενεργειών σε σχέση με προϊόντα που διαπιστώνεται ότι είναι μη συμμορφούμενα και υποκείμενα σε διορθωτικά μέτρα προτού τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία ή διατεθούν στην αγορά.

Άρθρο 16

Μέτρα εποπτείας της αγοράς

1.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση που ένα προϊόν υποκείμενο σε ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, ενώ χρησιμοποιείται για τον προβλεπόμενο σκοπό ή υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες και έχει εγκατασταθεί και συντηρείται σωστά:

α)

έχει πιθανότητες να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των τελικών χρηστών, ή

β)

δεν είναι σύμμορφο με την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

2.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς οδηγηθούν σε ευρήματα κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία α) ή β), απαιτούν χωρίς καθυστέρηση από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα να λάβει κατάλληλα και αναλογικά διορθωτικά μέτρα για να παύσει τη μη συμμόρφωση ή να εξαλείψει τον κίνδυνο, κατά περίπτωση, εντός προθεσμίας που ορίζουν.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να λάβει ο οικονομικός φορέας μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

να καταστήσει το προϊόν σύμμορφο, μεταξύ άλλων διορθώνοντας την τυπική μη συμμόρφωση κατά τα οριζόμενα στην ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, ή μεριμνώντας ώστε το προϊόν να μην παρουσιάζει πλέον κίνδυνο·

β)

να αποτρέψει τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά·

γ)

να αποσύρει ή να ανακαλέσει το προϊόν αμέσως και να ειδοποιήσει το κοινό για τον κίνδυνο που παρουσιάζει·

δ)

να καταστρέψει το προϊόν ή να το αχρηστεύσει με άλλους τρόπους·

ε)

να επικολλήσει στο προϊόν κατάλληλες, σαφώς διατυπωμένες, εύκολα κατανοητές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που αυτό μπορεί να παρουσιάζει, στη γλώσσα ή τις γλώσσες που ορίζει το κράτος μέλος στου οποίου την αγορά διατίθεται το προϊόν·

στ)

να ορίσει προϋποθέσεις για τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά·

ζ)

να ειδοποιήσει τους κινδυνεύοντες τελικούς χρήστες αμέσως και με την προσήκουσα μορφή, μεταξύ άλλων με τη δημοσίευση ειδικών προειδοποιήσεων στη γλώσσα ή τις γλώσσες που ορίζει το κράτος μέλος στου οποίου την αγορά διατίθεται το προϊόν.

4.   Τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχεία ε), στ) και ζ) μπορούν να απαιτηθούν μόνο σε περιπτώσεις όπου το προϊόν έχει πιθανότητες να παρουσιάσει κίνδυνο αποκλειστικά υπό ορισμένες συνθήκες ή για ορισμένους τελικούς χρήστες.

5.   Εάν ο οικονομικός φορέας παραλείψει να λάβει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 διορθωτικά μέτρα ή εάν η μη συμμόρφωση ή ο κίνδυνος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παραμένει, οι αρχές εποπτείας της αγοράς μεριμνούν ώστε το προϊόν να αποσυρθεί ή να ανακληθεί, ή να απαγορευτεί ή να περιοριστεί η διάθεσή του στην αγορά, να ενημερωθούν δε καταλλήλως το κοινό, η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

6.   Οι βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου πληροφορίες προς την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη τους κοινοποιούνται μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34. Η εν λόγω κοινοποίηση πληροφοριών τεκμαίρεται ότι εκπληρώνει επίσης τις απαιτήσεις κοινοποίησης για τις εφαρμοστέες διαδικασίες διασφάλισης της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

7.   Εάν ένα εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία διασφάλισης, ή εάν καμία αρχή εποπτείας της αγοράς άλλου κράτους μέλους δεν έχει καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 9, τότε οι αρμόδιες αρχές εποπτείας της αγοράς των άλλων κρατών μελών λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με το μη συμμορφούμενο προϊόν και καταχωρίζουν τις σχετικές πληροφορίες στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

Άρθρο 17

Χρήση των πληροφοριών, επαγγελματικό και εμπορικό απόρρητο

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς εκτελούν τα καθήκοντά τους με υψηλό βαθμό διαφάνειας και καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρούν συναφείς προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα των τελικών χρηστών. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και το επαγγελματικό και εμπορικό απόρρητο και προστατεύουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 18

Διαδικαστικά δικαιώματα των οικονομικών φορέων

1.   Όλα τα μέτρα, οι αποφάσεις ή οι εντολές που λαμβάνονται ή εκδίδονται από αρχή εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης ή με τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζουν με ακρίβεια τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

2.   Όλα τα εν λόγω μέτρα, αποφάσεις ή εντολές κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση στον οικείο οικονομικό φορέα, ταυτόχρονα δε του γνωστοποιούνται τα ένδικα βοηθήματα που του παρέχει η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, καθώς και οι προθεσμίες εντός των οποίων έχει δικαίωμα να τα ασκήσει.

3.   Πριν από τη λήψη ή έκδοση μέτρου, απόφασης ή εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, παρέχεται στον οικείο οικονομικό φορέα η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του εντός κατάλληλης προθεσμίας, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 εργάσιμων ημερών, εκτός αν δεν είναι δυνατόν να δοθεί στον οικονομικό φορέα η δυνατότητα αυτή λόγω της επείγουσας ανάγκης λήψης ή έκδοσης του μέτρου, της απόφασης ή της εντολής, λόγω απαιτήσεων υγείας ή ασφάλειας ή από άλλους λόγους σχετιζόμενους με δημόσια συμφέροντα που καλύπτονται από τη σχετική κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης.

Εάν το μέτρο, η απόφαση ή η εντολή ληφθεί ή εκδοθεί χωρίς να παρασχεθεί η δυνατότητα ακρόασης στον οικονομικό φορέα, τότε δίνεται η δυνατότητα στον οικονομικό φορέα να εκθέσει τις απόψεις του το ταχύτερο δυνατόν, ενώ το εν λόγω μέτρο, η απόφαση ή η εντολή επανεξετάζεται αμέσως μετά από την αρχή εποπτείας της αγοράς.

Άρθρο 19

Προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο

1.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μεριμνούν ώστε τα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο να ανακαλούνται ή να αποσύρονται, όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την εξάλειψη του σοβαρού κινδύνου, ή όταν έχει απαγορευτεί να διατεθούν στην αγορά. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 20.

2.   Η απόφαση σχετικά με το αν ένα προϊόν παρουσιάζει ή όχι σοβαρό κίνδυνο βασίζεται σε κατάλληλη εκτίμηση κινδύνου, η οποία λαμβάνει υπόψη τη φύση της επικινδυνότητας και την πιθανότητα υλοποίησής της. Η πρακτική δυνατότητα για επίτευξη υψηλότερων επιπέδων ασφάλειας και η διαθεσιμότητα άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο, δεν συνιστούν λόγους για να θεωρηθεί ότι ένα προϊόν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο.

Άρθρο 20

Σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Όταν μια αρχή εποπτείας της αγοράς λαμβάνει ή προτίθεται να λάβει μέτρο δυνάμει του άρθρου 19 και θεωρεί ότι οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου ή οι συνέπειες του μέτρου υπερβαίνουν το έδαφος του οικείου κράτους μέλους, κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, το μέτρο που έλαβε. Η αρχή εποπτείας της αγοράς πληροφορεί επίσης χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή σχετικά με την τροποποίηση ή την ανάκληση οποιουδήποτε τέτοιου μέτρου.

2.   Σε περίπτωση διαθεσιμότητας στην αγορά προϊόντος που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο, οι αρχές εποπτείας της αγοράς κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή κάθε μέτρο που λαμβάνεται σε εθελοντική βάση και ανακοινώνεται στην αρχή εποπτείας της αγοράς από οικονομικό φορέα.

3.   Οι πληροφορίες που παρέχονται βάσει των παραγράφων 1 και 2 περιέχουν όλες τις διαθέσιμες λεπτομέρειες, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταυτοποίηση του προϊόντος, την καταγωγή και την αλυσίδα διάθεσης του προϊόντος, τον κίνδυνο που συνδέεται με το προϊόν, το είδος και τη διάρκεια των ληφθέντων εθνικών μέτρων και οποιοδήποτε μέτρο ελήφθη σε εθελοντική βάση από τους οικονομικούς φορείς.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, χρησιμοποιείται το σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (RAPEX) που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ. Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζονται mutatis mutandis.

5.   Η Επιτροπή παρέχει και συντηρεί μια διεπαφή δεδομένων μεταξύ του RAPEX και του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34, ώστε να αποφεύγεται η διπλή καταχώριση των δεδομένων.

Άρθρο 21

Ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών

1.   Οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών έχουν ως αποστολή να συμβάλλουν στη βελτίωση της εργαστηριακής ικανότητας, καθώς και στη διασφάλιση της αξιοπιστίας και συνοχής στις δοκιμές, για τους σκοπούς της εποπτείας της αγοράς εντός της Ένωσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να ορίσει μια δημόσια εγκατάσταση δοκιμών ενός κράτους μέλους ως ενωσιακή εγκατάσταση δοκιμών για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων ή για συγκεκριμένους κινδύνους που έχουν σχέση με μια κατηγορία προϊόντων.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ορίσει μια από τις δικές της εγκαταστάσεις δοκιμών ως ενωσιακή εγκατάσταση δοκιμών για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων ή για συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με κατηγορία προϊόντων, ή για προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχει ικανότητα εκτέλεσης δοκιμών ή είναι ανεπαρκής.

3.   Οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών πρέπει να είναι διαπιστευμένες σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

4.   Ο ορισμός ενωσιακών εγκαταστάσεων δοκιμών δεν επηρεάζει την ελευθερία των αρχών εποπτείας της αγοράς, του Δικτύου και της Επιτροπής να επιλέγουν εγκαταστάσεις δοκιμών για τους σκοπούς των δικών τους δραστηριοτήτων.

5.   Οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών παρέχουν τις υπηρεσίες τους μόνο στις αρχές εποπτείας της αγοράς, στο Δίκτυο, στην Επιτροπή, και σε άλλες κυβερνητικές ή διακυβερνητικές οντότητες.

6.   Οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών επιτελούν, εντός του τομέα της αρμοδιότητάς τους, τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

διενεργούν δοκιμές σε προϊόντα μετά από αίτημα των αρχών εποπτείας της αγοράς, του Δικτύου ή της Επιτροπής·

β)

παρέχουν ανεξάρτητες τεχνικές ή επιστημονικές συμβουλές μετά από αίτημα του Δικτύου·

γ)

αναπτύσσουν νέες τεχνικές και μεθόδους ανάλυσης.

7.   Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου είναι επ' αμοιβή και μπορούν να χρηματοδοτούνται από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2.

8.   Οι ενωσιακές εγκαταστάσεις δοκιμών μπορούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2, για να βελτιώνουν την ικανότητα εκτέλεσης δοκιμών ή να δημιουργούν νέες ικανότητες εκτέλεσης δοκιμών για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων ή για συγκεκριμένους κινδύνους σχετιζόμενους με μια κατηγορία προϊόντων για τα οποία η ικανότητα εκτέλεσης δοκιμών δεν υπάρχει ή είναι ανεπαρκής.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις διαδικασίες ορισμού των ενωσιακών εγκαταστάσεων δοκιμών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Άρθρο 22

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Υπάρχει αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς και της Επιτροπής και των αρμόδιων οργανισμών της Ένωσης.

2.   Εάν μια αρχή εποπτείας της αγοράς αδυνατεί να ολοκληρώσει τις έρευνές της επειδή δεν έχει πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες, παρότι έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκτήσει τις εν λόγω πληροφορίες, μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση στην αρχή εποπτείας της αγοράς άλλου κράτους μέλους όπου υπάρχει δυνατότητα να επιβληθεί η πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα αρχή χωρίς καθυστέρηση, και σε κάθε περίπτωση εντός 30 ημερών, όλες τις πληροφορίες που η αιτούσα αρχή θεωρεί σημαντικές προκειμένου να αποδείξει ότι ένα προϊόν είναι μη σύμμορφο.

3.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διενεργεί τις κατάλληλες έρευνες ή λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο προκειμένου να συλλέξει τις αιτηθείσες πληροφορίες. Όπου απαιτείται, οι εν λόγω έρευνες διενεργούνται με τη συνδρομή άλλων αρχών εποπτείας της αγοράς.

4.   Η αιτούσα αρχή παραμένει υπεύθυνη για κάθε έρευνα που αυτή ξεκίνησε, εκτός αν η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση συμφωνεί να αναλάβει την ευθύνη.

5.   Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί σε αίτηση παροχής πληροφοριών υποβαλλόμενη βάσει της παραγράφου 2, εάν:

α)

η αιτούσα αρχή δεν έχει τεκμηριώσει επαρκώς ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες για τη διαπίστωση μη συμμόρφωσης·

β)

η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση παρουσιάσει βάσιμους λόγους που δείχνουν ότι η συμμόρφωση με την αίτηση θα έθιγε ουσιωδώς την εκτέλεση των δικών της δραστηριοτήτων.

Άρθρο 23

Αιτήσεις για μέτρα επιβολής

1.   Σε περίπτωση που η παύση της μη συμμόρφωσης ενός προϊόντος απαιτεί μέτρα εντός της δικαιοδοσίας άλλου κράτους μέλους, και εάν τα μέτρα αυτά δεν προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφος 7, δύναται μια αιτούσα αρχή να υποβάλει δεόντως αιτιολογημένη αίτηση για μέτρα επιβολής σε αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους αρμόδια για την παραλαβή της αίτησης.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα επιβολής, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, για να εξασφαλίσει την παύση της περίπτωσης μη συμμόρφωσης, κάνοντας χρήση των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 14 και οιωνδήποτε άλλων εξουσιών της εκχωρούνται βάσει του εθνικού δικαίου.

3.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν.

Μια αρχή στην οποία υποβάλλεται αίτηση μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στην αίτηση για μέτρα επιβολής, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση φτάνει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα αρχή δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες·

β)

η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση εκτιμά ότι η αίτηση αντιβαίνει στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης·

γ)

η αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση παρουσιάσει βάσιμους λόγους που δείχνουν ότι η συμμόρφωση με την αίτηση θα έθιγε ουσιωδώς την εκτέλεση των δικών της δραστηριοτήτων.

Άρθρο 24

Διαδικασία για την υποβολή αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής

1.   Προτού υποβάλει αίτηση δυνάμει των άρθρων 22 ή 23, η αιτούσα αρχή προσπαθεί να διενεργήσει κάθε λογικά δυνατή έρευνα.

2.   Σε περίπτωση υποβολής αίτησης βάσει των άρθρων 22 και 23, η αιτούσα αρχή παρέχει κάθε διαθέσιμη πληροφορία, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε αναγκαίου αποδεικτικού στοιχείου το οποίο μόνο στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής μπορεί να αποκτηθεί, ώστε η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να μπορέσει να ανταποκριθεί στην αίτηση.

3.   Οι αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 και κάθε επικοινωνία σχετική μ' αυτές διατυπώνονται σε ηλεκτρονικά, τυποποιημένα έντυπα μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

4.   Η επικοινωνία γίνεται απευθείας μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών εποπτείας της αγοράς ή μέσω των ενιαίων γραφείων σύνδεσης των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

5.   Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 και για κάθε επικοινωνία σχετική μ' αυτές συμφωνούνται από τις οικείες αρχές εποπτείας της αγοράς.

6.   Αν οι οικείες αρχές εποπτείας της αγοράς δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τις γλώσσες που θα χρησιμοποιηθούν, οι αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 αποστέλλονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και οι απαντήσεις αποστέλλονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μεριμνούν για τη μετάφραση των αιτήσεων, των απαντήσεων και των άλλων εγγράφων που λαμβάνουν από την άλλη αρχή.

7.   Το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 παρέχει στα εμπλεκόμενα ενιαία γραφεία σύνδεσης διαρθρωμένες πληροφορίες για τις υποθέσεις αμοιβαίας συνδρομής. Χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης παρέχουν κάθε αναγκαία υποστήριξη για να διευκολύνουν την παροχή συνδρομής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 25

Έλεγχοι στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τελωνειακές αρχές, μία ή περισσότερες αρχές εποπτείας της αγοράς ή οποιαδήποτε άλλη αρχή στο έδαφός τους ως αρχές αρμόδιες για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και τα υπόλοιπα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34, για τις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και για τα πεδία αρμοδιοτήτων τους.

2.   Οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαθέτουν τις εξουσίες και τους πόρους που απαιτούνται για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο.

3.   Τα προϊόντα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο και πρόκειται να υπαχθούν στην τελωνειακή διαδικασία της «θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία» υπόκεινται σε ελέγχους τους οποίους διενεργούν οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω έλεγχοι διενεργούνται βάσει της ανάλυσης των κινδύνων σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 και, κατά περίπτωση, μέσω της προσέγγισης βάσει κινδύνου που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού.

4.   Πληροφορίες που σχετίζονται με τον κίνδυνο ανταλλάσσουν μεταξύ τους:

α)

οι αρχές που ορίζονται βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013· και

β)

οι τελωνειακές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

Όσον αφορά προϊόντα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο και τα οποία βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση ή υπάγονται σε τελωνειακή διαδικασία άλλη από τη «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία», οι τελωνειακές αρχές του πρώτου σημείου εισόδου, αν έχουν λόγο να πιστεύουν ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν συμμορφώνονται με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο ή παρουσιάζουν κίνδυνο, διαβιβάζουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στο αρμόδιο τελωνειακό γραφείο προορισμού.

5.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς παρέχουν στις αρχές που ορίζονται στην παράγραφο 1 πληροφορίες σχετικά με τις κατηγορίες προϊόντων ή την ταυτότητα των οικονομικών φορέων, σε περίπτωση διαπίστωσης υψηλότερου κινδύνου μη συμμόρφωσης.

6.   Έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή λεπτομερή στατιστικά δεδομένα σχετικά με τους ελέγχους που έχουν διενεργήσει οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 σε προϊόντα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Τα στατιστικά δεδομένα καλύπτουν τον αριθμό των παρεμβάσεων όσον αφορά ελέγχους σε τέτοια προϊόντα για θέματα ασφάλειας και συμμόρφωσης των προϊόντων·

Κάθε χρόνο η Επιτροπή καταρτίζει έως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί από τα κράτη μέλη για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και μία ανάλυση των δεδομένων που υποβλήθηκαν. Η έκθεση δημοσιεύεται στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

7.   Αν η Επιτροπή λάβει γνώση σοβαρού κινδύνου από προϊόντα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο και τα οποία εισάγονται από τρίτη χώρα, συνιστά στο οικείο κράτος μέλος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα εποπτείας της αγοράς.

8.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη του Δικτύου, μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις οι οποίες να καθορίζουν κριτήρια αναφοράς και τεχνικές για τους ελέγχους με βάση κοινή ανάλυση κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής επιβολή του ενωσιακού δικαίου, να ενισχυθούν οι έλεγχοι στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης και να εξασφαλιστεί αποτελεσματικό και ενιαίο επίπεδο στους ελέγχους αυτούς. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 43 παράγραφος 2.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να προσδιοριστούν περαιτέρω οι λεπτομέρειες των δεδομένων που πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

Άρθρο 26

Αναστολή της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 αναστέλλουν τη θέση ενός προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία αν, κατά τη διάρκεια των ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3, αποδειχτεί ότι:

α)

το προϊόν δεν συνοδεύεται από τα έγγραφα που απαιτεί το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει γι' αυτό, ή υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα, την ακρίβεια ή την πληρότητα των εν λόγω εγγράφων·

β)

το προϊόν δεν φέρει την απαιτούμενη επισήμανση ή ετικέτα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει γι' αυτό·

γ)

η προβλεπόμενη από το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει γι' αυτό σήμανση CE ή άλλη σήμανση που έχει τοποθετηθεί στο προϊόν είναι πλαστή ή παραπλανητική·

δ)

το όνομα, η καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα και τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ταχυδρομικής διεύθυνσης, ενός οικονομικού φορέα με καθήκοντα σχετικά με το προϊόν που υπόκειται σε ορισμένη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, δεν υποδεικνύονται ή δεν είναι αναγνωρίσιμα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4· ή

ε)

υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος να θεωρείται ότι το προϊόν δεν συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει γι' αυτό ή ότι παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή κάθε άλλο δημόσιο συμφέρον που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 κοινοποιούν αμέσως στις αρχές εποπτείας της αγοράς οποιαδήποτε αναστολή της θέσης σε κυκλοφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Αν οι αρχές εποπτείας της αγοράς έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι ένα προϊόν δεν συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο εναρμόνισης που ισχύει γι' αυτό ή ότι παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο, ζητούν από τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 να αναστείλουν τη διαδικασία για τη θέση του προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία.

4.   Οι βάσει της παραγράφου 2 κοινοποιήσεις και οι βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρονικών διεπαφών μεταξύ αυτού του συστήματος και του συστήματος που χρησιμοποιούν οι τελωνειακές αρχές, όποτε είναι διαθέσιμη.

Άρθρο 27

Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία

Αν η θέση ενός προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία έχει ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 26, το εν λόγω προϊόν τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία αν έχουν εκπληρωθεί όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις και διατυπώσεις που σχετίζονται με τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και αν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την αναστολή, οι αρχές εποπτείας της αγοράς δεν έχουν ζητήσει από τις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 να διατηρήσουν την αναστολή·

β)

οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 έχουν ενημερωθεί από τις αρχές εποπτείας της αγοράς για την έγκριση που επιτρέπει να τεθεί το προϊόν σε ελεύθερη κυκλοφορία.

Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία δεν θεωρείται απόδειξη συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 28

Απόρριψη της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Αν οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ένα προϊόν παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο, λαμβάνουν μέτρα για να απαγορεύσουν τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά και ζητούν από τις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 να μη θέσουν το προϊόν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Επίσης, ζητούν από τις εν λόγω αρχές να συμπεριλάβουν, στο τελωνειακό σύστημα επεξεργασίας δεδομένων και, κατά περίπτωση, στο εμπορικό τιμολόγιο που συνοδεύει το προϊόν και σε κάθε άλλο σχετικό συνοδευτικό έγγραφο, την ακόλουθη ένδειξη:

«Επικίνδυνο προϊόν — Δεν επιτρέπεται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία — Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020».

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταχωρίζουν αμέσως τις εν λόγω πληροφορίες στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

2.   Αν οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ένα προϊόν δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά διότι δεν συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει γι' αυτό, λαμβάνουν μέτρα για να απαγορεύσουν τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά και ζητούν από τις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 να μη θέσουν το προϊόν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Επίσης, ζητούν από τις εν λόγω αρχές να συμπεριλάβουν, στο τελωνειακό σύστημα επεξεργασίας δεδομένων και, κατά περίπτωση, στο εμπορικό τιμολόγιο που συνοδεύει το προϊόν και σε κάθε άλλο σχετικό συνοδευτικό έγγραφο, την ακόλουθη ένδειξη:

«Προϊόν μη σύμμορφο — Δεν επιτρέπεται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία — Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020».

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταχωρίζουν αμέσως τις εν λόγω πληροφορίες στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34.

3.   Αν για το προϊόν που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2 υποβληθεί εν συνεχεία διασάφηση για υπαγωγή σε τελωνειακό καθεστώς διαφορετικό από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, και εφόσον δεν αντιτίθενται οι αρχές εποπτείας της αγοράς, οι ενδείξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή 2 περιλαμβάνονται επίσης στα έγγραφα τα οποία αφορούν το εν λόγω καθεστώς, υπό τους ίδιους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο.

4.   Οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 μπορούν να καταστρέψουν ή να αχρηστεύσουν με άλλο τρόπο ένα προϊόν που παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια του τελικού χρήστη, αν η προκείμενη αρχή θεωρεί την ενέργεια αυτή αναγκαία και αναλογική. Το κόστος αυτού του μέτρου επιβαρύνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει τη διασάφηση για θέση του προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία.

Εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 197 και 198 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 29

Ενωσιακό Δίκτυο Συμμόρφωσης των Προϊόντων

1.   Θεσπίζεται Ενωσιακό Δίκτυο Συμμόρφωσης των Προϊόντων («το Δίκτυο»).

2.   Σκοπός του Δικτύου είναι να χρησιμεύει ως πλατφόρμα για διαρθρωμένο συντονισμό και συνεργασία ανάμεσα στις αρχές επιβολής των κρατών μελών και την Επιτροπή και να εξορθολογήσει τις πρακτικές εποπτείας της αγοράς εντός της Ένωσης προκειμένου η εποπτεία της αγοράς να καταστεί αποτελεσματικότερη.

Άρθρο 30

Σύνθεση και λειτουργία του Δικτύου

1.   Το Δίκτυο αποτελείται από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου ενός εκπροσώπου από κάθε ενιαίο γραφείο σύνδεσης που αναφέρονται στο άρθρο 10, και ενός προαιρετικού εθνικού εμπειρογνώμονα, των προέδρων των ομάδων ADCO, και από εκπροσώπους της Επιτροπής.

2.   Για την ομοιόμορφη εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, συγκροτούνται χωριστές ή κοινές ομάδες ADCO. Οι ομάδες ADCO αποτελούνται από εκπροσώπους των εθνικών αρχών εποπτείας της αγοράς και, κατά περίπτωση, εκπροσώπους των ενιαίων γραφείων σύνδεσης.

Στις συνεδριάσεις των ομάδων ADCO παρίστανται μόνο εκπρόσωποι των αρχών εποπτείας της αγοράς και της Επιτροπής.

Συναφείς ενδιαφερόμενοι φορείς όπως οργανώσεις που εκπροσωπούν κλαδικά συμφέροντα, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), καταναλωτές, εργαστήρια δοκιμών, φορείς τυποποίησης και αξιολόγησης της συμμόρφωσης σε επίπεδο Ένωσης, μπορούν να προσκληθούν να παραστούν σε συνεδριάσεις των ομάδων ADCO αναλόγως του συζητούμενου θέματος.

3.   Η Επιτροπή υποστηρίζει και ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς μέσω του Δικτύου και συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Δικτύου, των υποομάδων του και των ομάδων ADCO.

4.   Το Δίκτυο συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, εφόσον είναι αναγκαίο, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της Επιτροπής ή κράτους μέλους.

5.   Το Δίκτυο δύναται να συγκροτεί μόνιμες ή προσωρινές υποομάδες για να ασχοληθούν με συγκεκριμένα ζητήματα και καθήκοντα.

6.   Το Δίκτυο δύναται να προσκαλεί εμπειρογνώμονες και άλλα τρίτα μέρη, καθώς και οργανώσεις που εκπροσωπούν κλαδικά συμφέροντα, ΜΜΕ, καταναλωτές, εργαστήρια δοκιμών και φορείς τυποποίησης και αξιολόγησης της συμμόρφωσης σε επίπεδο Ένωσης, για να παραστούν στις συνεδριάσεις ως παρατηρητές ή για να υποβάλουν γραπτές εισηγήσεις.

7.   Το Δίκτυο καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτυγχάνεται συναίνεση. Οι αποφάσεις που λαμβάνει το Δίκτυο συνιστούν νομικά μη δεσμευτικές συστάσεις.

8.   Το Δίκτυο καταρτίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 31

Ρόλος και καθήκοντα του Δικτύου

1.   Κατά την εκτέλεση των οριζόμενων στην παράγραφο 2 καθηκόντων, το Δίκτυο εξετάζει γενικά οριζόντια ζητήματα εποπτείας της αγοράς με σκοπό να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ ενιαίων γραφείων σύνδεσης όπως και με την Επιτροπή.

2.   Το Δίκτυο έχει τα εξής καθήκοντα:

α)

προετοιμάζει και εγκρίνει το πρόγραμμα εργασιών του και εποπτεύει την εκτέλεσή του·

β)

διευκολύνει τον εντοπισμό κοινών προτεραιοτήτων στις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς και την διατομεακή ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αξιολογήσεις προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων κινδύνου, των μεθόδων και αποτελεσμάτων δοκιμών, των πρόσφατων επιστημονικών εξελίξεων και των νέων τεχνολογιών, των αναδυόμενων κινδύνων και άλλων πτυχών που συνδέονται με τις δραστηριότητες ελέγχου, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή εθνικών στρατηγικών και δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς·

γ)

συντονίζει τις ομάδες ADCO και στις δραστηριότητές τους·

δ)

οργανώνει διατομεακά έργα κοινής εποπτείας της αγοράς και δοκιμών, και ορίζει τις προτεραιότητές τους·

ε)

ανταλλάσσει εμπειρογνωσία και βέλτιστες πρακτικές, ιδίως σε ό,τι αφορά την εφαρμογή εθνικών στρατηγικών εποπτείας της αγοράς·

στ)

διευκολύνει την οργάνωση προγραμμάτων κατάρτισης και τις ανταλλαγές υπαλλήλων·

ζ)

οργανώνει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, ενημερωτικές εκστρατείες και εθελοντικά προγράμματα αμοιβαίων επισκέψεων μεταξύ αρχών εποπτείας της αγοράς·

η)

συζητά ζητήματα που προκύπτουν από τους μηχανισμούς διασυνοριακής αμοιβαίας συνδρομής·

θ)

συμβάλλει στην ανάπτυξη καθοδήγησης για την αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

ι)

προτείνει τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 36·

ια)

συμβάλλει σε ομοιόμορφες διοικητικές πρακτικές εποπτείας της αγοράς στα κράτη μέλη·

ιβ)

παρέχει συμβουλές και υποστήριξη στην Επιτροπή σε θέματα σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη του RAPEX και του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34·

ιγ)

προωθεί τη συνεργασία και την ανταλλαγή εμπειρογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς και των αρχών που είναι αρμόδιες για ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης·

ιδ)

προωθεί και διευκολύνει τη συνεργασία με άλλα συναφή δίκτυα και ομάδες, με σκοπό τη διερεύνηση των δυνατοτήτων χρήσης νέων τεχνολογιών, για σκοπούς εποπτείας της αγοράς και ιχνηλασιμότητας των προϊόντων·

ιε)

κάνει τακτικές αξιολογήσεις των εθνικών στρατηγικών εποπτείας της αγοράς, αρχής γενομένης από τις 16 Ιουλίου 2024·

ιστ)

εξετάζει κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δικτύου, με σκοπό να συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία της εποπτείας της αγοράς εντός της Ένωσης.

Άρθρο 32

Ρόλος και καθήκοντα των ομάδων διοικητικής συνεργασίας

1.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στην παράγραφο 2, οι ομάδες ADCO εξετάζουν συγκεκριμένα ζητήματα που σχετίζονται με την εποπτεία της αγοράς καθώς και τομεακά ζητήματα.

2.   Οι ομάδες ADCO είναι επιφορτισμένες με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διευκολύνουν την ομοιόμορφη εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης εντός του τομέα αρμοδιοτήτων τους, με σκοπό την επαύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας της αγοράς σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά·

β)

προωθούν την επικοινωνία ανάμεσα στις αρχές εποπτείας της αγοράς και το Δίκτυο, και προάγουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ αρχών εποπτείας της αγοράς·

γ)

καθιερώνουν και συντονίζουν κοινά έργα, όπως διασυνοριακές δραστηριότητες κοινής εποπτείας της αγοράς·

δ)

αναπτύσσουν κοινές πρακτικές και μεθοδολογίες για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς·

ε)

αλληλοενημερώνονται σχετικά με εθνικές μεθόδους και δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς και αναπτύσσουν και προάγουν βέλτιστες πρακτικές·

στ)

προσδιορίζουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος σε σχέση με την εποπτεία της αγοράς και προτείνουν κοινές προσεγγίσεις προς υιοθέτηση·

ζ)

διευκολύνουν τις τομεακές αξιολογήσεις προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων κινδύνου, των μεθόδων δοκιμής και των αποτελεσμάτων των δοκιμών, των πρόσφατων επιστημονικών εξελίξεων, και άλλων πτυχών σχετικών με τις δραστηριότητες ελέγχου.

Άρθρο 33

Ρόλος και καθήκοντα της Επιτροπής

Η Επιτροπή έχει τα εξής καθήκοντα:

α)

συνδράμει το Δίκτυο, τις υποομάδες του και τις ομάδες ADCO, μέσω μιας εκτελεστικής γραμματείας που παρέχει τεχνική και υλικοτεχνική υποστήριξη·

β)

τηρεί ενημερωμένο κατάλογο των προέδρων των ομάδων ADCO, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων επικοινωνίας τους, και τον διαθέτει στα ενιαία γραφεία σύνδεσης και στους προέδρους των ομάδων ADCO·

γ)

συνδράμει το Δίκτυο για την προετοιμασία και εποπτεία του προγράμματος εργασιών του·

δ)

υποστηρίζει τη λειτουργία των σημείων επαφής για τα προϊόντα, στα οποία τα κράτη μέλη έχουν αναθέσει καθήκοντα σχετικά με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης·

ε)

προσδιορίζει, σε συνεννόηση με το Δίκτυο, τις ανάγκες για πρόσθετη ικανότητα σε θέματα δοκιμών και προτείνει λύσεις προς τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 21·

στ)

εφαρμόζει τα μέσα διεθνούς συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 35·

ζ)

παρέχει υποστήριξη για τη συγκρότηση χωριστών ή κοινών ομάδων ADCO·

η)

αναπτύσσει και διατηρεί το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34, περιλαμβανομένης της διεπαφής που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 7, όπως και της διεπαφής με τις εθνικές βάσεις δεδομένων για την εποπτεία της αγοράς, και παρέχει πληροφορίες στο κοινό μέσω του εν λόγω συστήματος·

θ)

συνδράμει το Δίκτυο στην εκτέλεση προπαρασκευαστικών ή βοηθητικών εργασιών σε σχέση με την υλοποίηση δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς που συνδέονται με την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, όπως μελέτες, προγράμματα, αξιολογήσεις, συγκριτικές αναλύσεις, αμοιβαίες κοινές επισκέψεις και προγράμματα επισκέψεων, ανταλλαγή υπαλλήλων, ερευνητικές εργασίες, εργαστηριακό έργο, δοκιμές ικανότητας, διεργαστηριακές δοκιμές και εργασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης ·

ι)

προετοιμάζει ενωσιακές εκστρατείες εποπτείας της αγοράς και παρόμοιες δραστηριότητες και συμβάλλει στην υλοποίησή τους·

ια)

οργανώνει κοινά έργα εποπτείας της αγοράς και δοκιμές, καθώς και κοινά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές υπαλλήλων μεταξύ αρχών εποπτείας της αγοράς και, κατά περίπτωση, με αρχές εποπτείας της αγοράς τρίτων χωρών ή με διεθνείς οργανισμούς, και οργανώνει ενημερωτικές εκστρατείες και εθελοντικά προγράμματα αμοιβαίων επισκέψεων μεταξύ αρχών εποπτείας της αγοράς·

ιβ)

πραγματοποιεί δραστηριότητες στο πλαίσιο προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας, συνεργασίας με τρίτες χώρες και προώθησης και ενίσχυσης των ενωσιακών πολιτικών και συστημάτων εποπτείας της αγοράς μεταξύ ενδιαφερόμενων μερών σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο·

ιγ)

διευκολύνει την τεχνική ή επιστημονική εμπειρογνωσία με σκοπό την υλοποίηση της διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της εποπτείας της αγοράς·

ιδ)

εξετάζει, μετά από αίτηση του Δικτύου ή με δική της πρωτοβουλία, κάθε ζήτημα το οποίο αφορά στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό να ενθαρρύνει τη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 34

Σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας

1.   Η Επιτροπή αναπτύσσει περαιτέρω και διατηρεί σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας για τη συλλογή, την επεξεργασία και την αποθήκευση πληροφοριών, σε δομημένη μορφή, για θέματα που αφορούν την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, με στόχο τη βελτίωση του διαμοιρασμού δεδομένων μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, ώστε να υπάρχει μια συνολική επισκόπηση των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς, των αποτελεσμάτων και των τάσεων. Πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα έχουν η Επιτροπή, οι αρχές εποπτείας της αγοράς, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης και οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1. Η Επιτροπή αναπτύσσει και συντηρεί τη δημόσια διεπαφή χρήστη του συστήματος αυτού, το οποίο παρέχει στον τελικό χρήστη βασικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς.

2.   Ακόμη, η Επιτροπή αναπτύσσει και συντηρεί ηλεκτρονικές διεπαφές μεταξύ του συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και των εθνικών συστημάτων εποπτείας της αγοράς.

3.   Τα ενιαία γραφεία σύνδεσης καταχωρίζουν τις ακόλουθες πληροφορίες στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας:

α)

την ταυτότητα των αρχών εποπτείας της αγοράς στο εκάστοτε κράτος μέλος και τα πεδία αρμοδιοτήτων των εν λόγω αρχών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2·

β)

την ταυτότητα των αρχών που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 1·

γ)

την εθνική στρατηγική εποπτείας της αγοράς που καταρτίζεται από το κράτος μέλος τους βάσει του άρθρου 13, και τα αποτελέσματα από την επανεξέταση και την αξιολόγηση της στρατηγικής εποπτείας της αγοράς.

4.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταχωρίζουν στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας σε σχέση με προϊόντα τα οποία καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά και για τα οποία έχει διενεργηθεί εμπεριστατωμένος έλεγχος συμμόρφωσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ και του άρθρου 20 του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, σε σχέση με προϊόντα εισερχόμενα στην αγορά της Ένωσης για τα οποία η διαδικασία θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία στο δικό τους έδαφος έχει ανασταλεί δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος κανονισμού, καταχωρίζουν τις ακόλουθες πληροφορίες για:

α)

μέτρα ληφθέντα από τη συγκεκριμένη αρχή εποπτείας της αγοράς βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 5·

β)

εκθέσεις δοκιμών που διενεργήθηκαν από τις ίδιες·

γ)

διορθωτικά μέτρα ληφθέντα από τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς·

δ)

ήδη διαθέσιμες εκθέσεις για τραυματισμούς προκληθέντες από το συγκεκριμένο προϊόν·

ε)

οποιαδήποτε ένσταση ασκηθείσα από κράτος μέλος σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία διασφάλισης της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που ισχύει για το προϊόν, και οποιαδήποτε επακόλουθη συνέχεια·

στ)

κατά περίπτωση, τυχόν μη τήρηση του άρθρου 5 παράγραφος 2 από εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους·

ζ)

κατά περίπτωση, τυχόν μη τήρηση του άρθρου 5 παράγραφος 1 από κατασκευαστές.

5.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς το κρίνουν χρήσιμο, δύνανται να καταχωρίζουν στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους ελέγχους που διενεργούν και τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργούνται από τις ίδιες ή κατόπιν παραγγελίας τους.

6.   Αν κριθεί σκόπιμο για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και για τους σκοπούς της ελαχιστοποίησης του κινδύνου, οι τελωνειακές αρχές αντλούν από τα εθνικά τελωνειακά συστήματα πληροφορίες για προϊόντα που υπάγονται στο τελωνειακό καθεστώς της «θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία» σε σχέση με την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και τις διαβιβάζουν στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας.

7.   Η Επιτροπή αναπτύσσει ηλεκτρονική διεπαφή που επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων ανάμεσα στα εθνικά τελωνειακά συστήματα και στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας. Η διεπαφή αυτή τίθεται σε λειτουργία εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 8.

8.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες καθορίζονται οι λεπτομέρειες των ρυθμίσεων εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 7 του παρόντος άρθρου, ειδικά σε ό,τι αφορά την επεξεργασία που υφίστανται τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και προσδιορίζονται τα δεδομένα προς διαβίβαση σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

Άρθρο 35

Διεθνής συνεργασία

1.   Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας της αγοράς στην Ένωση, η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών, να συνεργάζεται με ρυθμιστικές αρχές τρίτων χωρών ή με διεθνείς οργανισμούς, και να ανταλλάσσει μαζί τους εμπιστευτικές πληροφορίες που σχετίζονται με την εποπτεία της αγοράς. Κάθε τέτοια συμφωνία θεμελιώνεται στην αμοιβαιότητα, περιέχει διατάξεις περί εμπιστευτικότητας αντίστοιχες προς τις ισχύουσες εντός της Ένωσης, και εγγυάται ότι κάθε ανταλλαγή πληροφοριών είναι σύμφωνη με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο.

2.   Η συνεργασία ή η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους εκτίμησης κινδύνου και τα αποτελέσματα των δοκιμών σε προϊόντα·

β)

τις συντονισμένες ανακλήσεις προϊόντων ή άλλες παρόμοιες ενέργειες·

γ)

τα μέτρα που λαμβάνονται από αρχές εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 16.

3.   Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ένα ειδικό σύστημα προεξαγωγικού ελέγχου προϊόντων διενεργούμενου από τρίτη χώρα σε προϊόντα ακριβώς προτού εξαχθούν στην Ένωση, ούτως ώστε να εξακριβώνεται ότι τα εν λόγω προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που έχει εφαρμογή σε αυτά. Η έγκριση μπορεί να χορηγείται για ένα ή περισσότερα προϊόντα, για μία ή περισσότερες κατηγορίες προϊόντων ή για προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που κατασκευάζονται από συγκεκριμένους κατασκευαστές.

4.   Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει έναν κατάλογο με αυτά τα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που έχουν λάβει έγκριση κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3, και τον καθιστά διαθέσιμο για το κοινό.

5.   Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί σε τρίτη χώρα δυνάμει της παραγράφου 3 μόνο εάν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η τρίτη χώρα διαθέτει αποτελεσματικό σύστημα επαλήθευσης της συμμόρφωσης των προϊόντων που εξάγονται στην Ένωση και οι διενεργούμενοι σε αυτή την τρίτη χώρα έλεγχοι είναι επαρκώς αποτελεσματικοί και αποδοτικοί ώστε να υποκαταστήσουν ή να μειώσουν τους ελέγχους κατά την εισαγωγή·

β)

οικονομικοί έλεγχοι εντός της Ένωσης και, κατά περίπτωση, στην τρίτη χώρα αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα που εξάγονται στην Ένωση από την εν λόγω τρίτη χώρα πληρούν τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

6.   Αν η εν λόγω έγκριση χορηγηθεί, η εκτίμηση κινδύνου που εφαρμόζεται επί των ελέγχων εισαγωγής των εν λόγω προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 3, συμπεριλαμβάνει τη χορηγηθείσα έγκριση.

Ωστόσο, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παράγραφος 1 αρχές μπορούν να διενεργούν ελέγχους στα εν λόγω προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, ώστε μεταξύ άλλων να διασφαλίζεται ότι οι προεξαγωγικοί έλεγχοι που διενεργούνται από την τρίτη χώρα είναι αποτελεσματικοί όσον αφορά τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

7.   Στην έγκριση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 προσδιορίζεται η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας υπό την ευθύνη της οποίας πρέπει να διενεργούνται οι προεξαγωγικοί έλεγχοι και η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι ο ομόλογος θεσμός για κάθε επικοινωνία με την Ένωση.

8.   Η αρμόδια αρχή, που αναφέρεται στην παράγραφο 7, διασφαλίζει την επίσημη επαλήθευση των προϊόντων πριν από την είσοδό τους στην Ένωση.

9.   Όταν οι προβλεπόμενοι στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου έλεγχοι των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης αποκαλύπτουν σημαντική μη συμμόρφωση, τότε οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 34 και αναπροσαρμόζουν το επίπεδο των ελέγχων στα συγκεκριμένα προϊόντα.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την έγκριση κάθε συγκεκριμένου συστήματος προεξαγωγικών ελέγχων σε προϊόντα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

11.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τακτικά την ορθή λειτουργία της έγκρισης που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες αποσύρει την εν λόγω έγκριση εάν αποκαλυφθεί ότι τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης δεν συμμορφώνονται με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα σχετικά.

12.   Κάθε σύστημα προεξαγωγικού ελέγχου σε προϊόντα υπόκειται σε αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 36

Χρηματοδοτικές δραστηριότητες

1.   Η Ένωση χρηματοδοτεί την εκτέλεση των καθηκόντων του Δικτύου που αναφέρονται στο άρθρο 31 και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 12 αξιολογήσεις από ομοτίμους.

2.   Η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ακόλουθες δραστηριότητες σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

α)

τη λειτουργία των σημείων επαφής για τα προϊόντα·

β)

τη σύσταση και τη λειτουργία των ενωσιακών εγκαταστάσεων δοκιμών που αναφέρονται στο άρθρο 21·

γ)

την ανάπτυξη των μέσων διεθνούς συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 35·

δ)

τη σύνταξη και επικαιροποίηση των εισηγήσεων για κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εποπτεία της αγοράς·

ε)

τη διάθεση τεχνικής ή επιστημονικής εμπειρογνωσίας στην Επιτροπή, ώστε να τη συνδράμει στην εφαρμογή της διοικητικής συνεργασίας στο πεδίο της εποπτείας της αγοράς·

στ)

την υλοποίηση εθνικών στρατηγικών εποπτείας της αγοράς, που αναφέρονται στο άρθρο 13·

ζ)

τις εκστρατείες εποπτείας της αγοράς και τις συνδεδεμένες δραστηριότητες των κρατών μελών και της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των πόρων και του εξοπλισμού, των εργαλείων ΤΠ και της κατάρτισης·

η)

την εκτέλεση προπαρασκευαστικών ή βοηθητικών εργασιών σε σχέση με δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς που συνδέονται με την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, όπως μελέτες, προγράμματα, αξιολογήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συγκριτικές αναλύσεις, αμοιβαίες κοινές επισκέψεις και προγράμματα επισκέψεων, ανταλλαγή υπαλλήλων, ερευνητικές εργασίες, δραστηριότητες κατάρτισης, εργαστηριακό έργο, δοκιμές ικανότητας, διεργαστηριακές δοκιμές και εργασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

θ)

δραστηριότητες που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων παροχής τεχνικής βοήθειας, συνεργασίας με τρίτες χώρες και προώθησης και ενίσχυσης των πολιτικών και συστημάτων εποπτείας της αγοράς της Ένωσης μεταξύ ενδιαφερόμενων μερών σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο.

3.   Η Ένωση χρηματοδοτεί την ηλεκτρονική διεπαφή που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 7, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 που του επιτρέπει να λαμβάνει αυτόματες ροές ηλεκτρονικών δεδομένων από τα εθνικά τελωνειακά συστήματα.

4.   Η Ένωση χρηματοδοτεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 34 παράγραφος 2 ηλεκτρονική διεπαφή που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 και των εθνικών συστημάτων εποπτείας της αγοράς.

5.   Η χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης σε σχέση με τις δραστηριότητες υποστήριξης του παρόντος κανονισμού υλοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (52), είτε άμεσα είτε μέσω της ανάθεσης καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού στις οντότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού.

6.   Οι πιστώσεις που διατίθενται για τις δραστηριότητες οι οποίες αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται ετησίως από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εντός των ορίων του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου.

7.   Οι πιστώσεις που καθορίζονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς μπορούν επίσης να καλύψουν δαπάνες που αφορούν τις δραστηριότητες προπαρασκευαστικών εργασιών, παρακολούθησης, ελέγχου, οικονομικού ελέγχου και αξιολόγησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για την επίτευξη των στόχων τους. Στις εν λόγω δαπάνες περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τη διενέργεια μελετών, για τη διοργάνωση συνεδριάσεων εμπειρογνωμόνων, για δραστηριότητες πληροφοριών και επικοινωνίας, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας εταιρικού τύπου σχετικά με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, στο μέτρο που σχετίζονται με τους γενικούς στόχους των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς, οι δαπάνες για δίκτυα τεχνολογίας πληροφοριών που επικεντρώνονται στην επεξεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και κάθε άλλη δαπάνη την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή για τεχνική και διοικητική βοήθεια.

Άρθρο 37

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Κατά την υλοποίηση δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και, αν διαπιστωθούν παρατυπίες, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καθώς επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

2.   Η Επιτροπή ή οι εκπρόσωποί της και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να ελέγχουν, βάσει δικαιολογητικών καθώς και επιτόπιων ελέγχων, όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έχουν λάβει ενωσιακά κονδύλια κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (53) και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (54), με στόχο τη διαπίστωση τυχόν απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης ενέργειας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με συμφωνία ή απόφαση επιχορήγησης ή με σύμβαση χρηματοδοτούμενη δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες και αποφάσεις επιχορήγησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Άρθρο 38

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2004/42/ΕΚ

Τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (55) απαλείφονται.

Άρθρο 39

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93».

2)

Στο άρθρο 1, οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται.

3)

Στο άρθρο 2 οι παράγραφοι 1, 2, 14, 15, 17, 18 και 19 απαλείφονται.

4)

Το Κεφάλαιο III, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 29, απαλείφεται.

5)

Στο άρθρο 32, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

κατάρτιση και επικαιροποίηση των συνεισφορών για κατευθυντήριες γραμμές στους τομείς της διαπίστευσης, της κοινοποίησης οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης στην Επιτροπή, της αξιολόγησης της συμμόρφωσης·»·

β)

τα στοιχεία δ) και ε) απαλείφονται·

γ)

τα στοιχεία στ) και ζ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

πραγματοποίηση προκαταρκτικών ή βοηθητικών εργασιών σε σχέση με την εφαρμογή της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τη μετρολογία, και τις εργασίες διαπίστευσης που συνδέονται με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, όπως μελέτες, προγράμματα, αξιολογήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συγκριτικές αναλύσεις, αμοιβαίες επισκέψεις, ερευνητικές εργασίες, ανάπτυξη και ενημέρωση βάσεων δεδομένων, δραστηριότητες κατάρτισης, εργαστηριακές εργασίες, δοκιμές επάρκειας, διεργαστηριακές δοκιμές και εργασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

ζ)

δραστηριότητες που διεξάγονται βάσει προγραμμάτων παροχής τεχνικής βοήθειας, συνεργασίας με τρίτες χώρες και προώθησης και ενίσχυσης των ευρωπαϊκών πολιτικών και συστημάτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, και διαπίστευσης μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.».

2.   Οι παραπομπές στις καταργούμενες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 νοούνται ως παραπομπές στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 40

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 305/2011

Στο άρθρο 56 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 305/2011, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι προϊόν του τομέα των δομικών κατασκευών που καλύπτεται από εναρμονισμένο πρότυπο ή για το οποίο έχει εκδοθεί ευρωπαϊκή τεχνική αξιολόγηση δεν επιτυγχάνει τις δηλωθείσες αποδόσεις και παρουσιάζει κίνδυνο για την εκπλήρωση των βασικών απαιτήσεων δομικών κατασκευών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό, διενεργούν αξιολόγηση για το εν λόγω προϊόν που καλύπτει τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι σχετικοί οικονομικοί φορείς συνεργάζονται καθ' οιονδήποτε αναγκαίο τρόπο με τις αρχές επιτήρησης της αγοράς.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 41

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ που επιβάλλουν υποχρεώσεις στους οικονομικούς φορείς και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.   Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

3.   Τα κράτη μέλη έως τις 16 Οκτωβρίου 2021 κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, εάν δεν τις έχουν ήδη κοινοποιήσει, και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις επηρεάζει.

Άρθρο 42

Αξιολόγηση, αναθεώρηση και κατευθυντήριες γραμμές

1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2026 και στη συνέχεια κάθε πέντε έτη, η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού σε σχέση με τους στόχους που επιδιώκει και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

2.   Η έκθεση αξιολογεί κατά πόσον ο παρών κανονισμός έχει επιτύχει τους στόχους του, ιδίως όσον αφορά τη μείωση του αριθμού των μη συμμορφούμενων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και αποδοτικής επιβολής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης εντός της Ένωσης, την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και την ενίσχυση των ελέγχων στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και ιδίως στις ΜΜΕ. Επιπροσθέτως, αξιολογείται το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποτελεσματικότητα τόσο του συστήματος της αξιολόγησης από ομοτίμους όσο και των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς που λαμβάνουν χρηματοδότηση από την Ένωση, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων των πολιτικών και του δικαίου της Ένωσης και των δυνατοτήτων περαιτέρω βελτίωσης της συνεργασίας ανάμεσα στις αρχές εποπτείας της αγοράς και τις τελωνειακές αρχές.

3.   Το αργότερο έως τις 16 Ιουλίου 2023, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4. Η έκθεση αξιολογεί ειδικότερα το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, τα αποτελέσματά του και το κόστος και τα οφέλη του. Την έκθεση συνοδεύει, εάν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση.

4.   Εντός τεσσάρων ετών από την πρώτη έγκριση ενός ειδικού συστήματος προεξαγωγικού ελέγχου προϊόντων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35 παράγραφος 3, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση των επιπτώσεών του και της απόδοσής του σε σχέση με το κόστος του.

5.   Προς διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για την έμπρακτη εφαρμογή του άρθρου 4 για τους σκοπούς των αρχών εποπτείας της αγοράς και των οικονομικών φορέων.

Άρθρο 43

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης περί εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, στο άρθρο 21 παράγραφος 9, στο άρθρο 25 παράγραφος 8, στο άρθρο 35 παράγραφος 10 και στο άρθρο 35 παράγραφος 11 του παρόντος κανονισμού, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 44

Έναρξη ισχύος και εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 16 Ιουλίου 2021. Ωστόσο, τα άρθρα 29, 30, 31, 32, 33 και 36 έχουν εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 283 της 10.8.2018, σ. 19.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 59).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/745 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2017, για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/EΚ, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 178/2002 και του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1223/2009 και για την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 90/385/ΕΟΚ και 93/42/ΕΟΚ (ΕΕ L 117 της 5.5.2017, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/746 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2017, σχετικά με τα in vitro διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα και για την κατάργηση της οδηγίας 98/79/ΕΚ και της απόφασης 2010/227/ΕΕ της Επιτροπής (ΕΕ L 117 της 5.5.2017, σ. 176).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2014/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους ανελκυστήρες και τα κατασκευαστικά στοιχεία ασφάλειας για ανελκυστήρες (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 251).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 608/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την τελωνειακή επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1383/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 29.6.2013, σ. 15).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 648/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τα απορρυπαντικά (ΕΕ L 104 της 8.4.2004, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς γεωργικών και δασικών οχημάτων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς δίκυκλων ή τρίκυκλων οχημάτων και τετράκυκλων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 52).

(19)  Οδηγία 2014/28/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί της διαθεσιμότητας στην αγορά και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 146).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1628 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με τις απαιτήσεις που αφορούν τα όρια εκπομπών για τους αέριους και σωματιδιακούς ρύπους και την έγκριση τύπου για κινητήρες εσωτερικής καύσης για μη οδικά κινητά μηχανήματα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 και (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και για την τροποποίηση και κατάργηση της οδηγίας 97/68/ΕΚ (ΕΕ L 252 της 16.9.2016, σ. 53).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα και την κατάργηση της οδηγίας 2000/9/ΕΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2010, σχετικά με τον μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 76/767/ΕΟΚ, 84/525/ΕΟΚ, 84/526/ΕΟΚ, 84/527/ΕΟΚ και 1999/36/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 30.6.2010, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 2ας Οκτωβρίου 2018 για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008 (ΕΕ L 91 της 29.3.2019, σ. 1).

(26)  Κανονισμός (EE) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(29)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(31)  Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών (ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/644 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 2018, σχετικά με τις υπηρεσίες διασυνοριακής παράδοσης δεμάτων (ΕΕ L 112 της 2.5.2018, σ. 19).

(33)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (EE L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(34)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας δομικών προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5).

(35)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/425 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τα μέσα ατομικής προστασίας και για την κατάργηση της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 51).

(36)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/426 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις συσκευές με καύση αέριων καυσίμων και την κατάργηση της οδηγίας 2009/142/ΕΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 99).

(37)  Οδηγία 2000/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους (ΕΕ L 162 της 3.7.2000, σ. 1).

(38)  Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/EK (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 24).

(39)  Οδηγία 2009/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (ΕΕ L 170 της 30.6.2009, σ. 1).

(40)  Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10).

(41)  Οδηγία 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 88).

(42)  Οδηγία 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα των οργάνων μετρήσεων στην αγορά (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 27).

(43)  Οδηγία 2013/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, για τα σκάφη αναψυχής και τα ατομικά σκάφη και την κατάργηση της οδηγίας 94/25/ΕΚ (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 90).

(44)  Οδηγία 2014/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά απλών δοχείων πίεσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 45).

(45)  Οδηγία 2014/30/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 79).

(46)  Οδηγία 2014/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά οργάνων ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 107).

(47)  Οδηγία 2014/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα των οργάνων μετρήσεων στην αγορά (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 149).

(48)  Οδηγία 2014/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 309).

(49)  Οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 357).

(50)  Οδηγία 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/5/ΕΚ (ΕΕ L 153 της 22.5.2014, σ. 62).

(51)  Οδηγία 2014/68/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά απλών δοχείων πίεσης (ΕΕ L 189 της 27.6.2014, σ. 164).

(52)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(53)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(54)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(55)  Οδηγία 2004/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε χρώματα διακόσμησης και βερνίκια και σε προϊόντα φανοποιΐας αυτοκινήτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/13/ΕΚ (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 87).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Κατάλογος της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης

1.

Οδηγία 69/493/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1969, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα προϊόντα εκ κρυστάλλου (ΕΕ L 326 της 29.12.1969, σ. 36

2.

Οδηγία 70/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αναφέρονται στο αποδεκτό ηχητικό επίπεδο και στη διάταξη εξατμίσεως των οχημάτων με κινητήρα (ΕΕ L 42 της 23.2.1970, σ. 16

3.

Οδηγία 75/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις φιάλες που χρησιμοποιούνται ως μετροδοχεία (ΕΕ L 42 της 15.2.1975, σ. 14

4.

Οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις συσκευές αερολυμάτων (αεροζόλ) (ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 40

5.

Οδηγία 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία (ΕΕ L 46 της 21.2.1976, σ. 1

6.

Οδηγία 80/181/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις μονάδες μετρήσεως και καταργήσεως της οδηγίας 71/354/ΕΟΚ (ΕΕ L 39 της 15.2.1980, σ. 40

7.

Οδηγία 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης για τους νέους λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα (ΕΕ L 167 της 22.6.1992, σ. 17

8.

Οδηγία 94/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών των σχετικών με την επισήμανση των υλικών που χρησιμοποιούνται στα κύρια μέρη των υποδημάτων που προορίζονται να πωληθούν στον καταναλωτή (ΕΕ L 100 της 19.4.1994, σ. 37

9.

Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10

10.

Οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 350 της 28.12.1998, σ. 58

11.

Οδηγία 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro (ΕΕ L 331 της 7.12.1998, σ. 1

12.

Οδηγία 2000/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους (ΕΕ L 162 της 3.7.2000, σ. 1

13.

Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34

14.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τα λιπάσματα (ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1

15.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 648/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τα απορρυπαντικά (ΕΕ L 104 της 8.4.2004, σ. 1

16.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7

17.

Οδηγία 2004/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε χρώματα διακόσμησης και βερνίκια και σε προϊόντα φανοποιΐας αυτοκινήτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/13/ΕΚ (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 87

18.

Οδηγία 2005/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησής τους, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 10

19.

Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/EK (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 24

20.

Οδηγία 2006/40/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τις εκπομπές των συστημάτων κλιματισμού των μηχανοκίνητων οχημάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 161 της 14.6.2006, σ. 12

21.

Οδηγία 2006/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1

22.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1

23.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1

24.

Οδηγία 2007/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις ονομαστικές ποσότητες για προσυσκευασμένα προϊόντα, για την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 75/106/ΕΟΚ και 80/232/ΕΟΚ και για την τροποποίηση της οδηγίας 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 17

25.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1

26.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 78/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά την προστασία των πεζών και άλλων ανεπαρκώς προστατευόμενων χρηστών των οδών, για την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2003/102/ΕΚ και 2005/66/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 4.2.2009, σ. 1

27.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 79/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου υδρογονοκίνητων μηχανοκίνητων οχημάτων και την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 4.2.2009, σ. 32

28.

Οδηγία 2009/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τις κοινές διατάξεις για τα όργανα μετρήσεως και για τις μεθόδους μετρολογικού ελέγχου (ΕΕ L 106 της 28.4.2009, σ. 7

29.

Οδηγία 2009/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (ΕΕ L 170 της 30.6.2009, σ. 1

30.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και κινητήρων όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (Euro VI) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 1

31.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου και γενικής ασφαλείας των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ L 200 της 31.7.2009, σ. 1

32.

Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10

33.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1005/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος (ΕΕ L 286 της 31.10.2009, σ. 1

34.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46

35.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 59

36.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 66/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με το οικολογικό σήμα της ΕΕ (EU Ecolabel) (ΕΕ L 27 της 30.1.2010, σ. 1

37.

Οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2010, σχετικά με τον μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 76/767/ΕΟΚ, 84/525/ΕΟΚ, 84/526/ΕΟΚ, 84/527/ΕΟΚ και 1999/36/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 30.6.2010, σ. 1

38.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας δομικών προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5

39.

Οδηγία 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 88

40.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1007/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, για τις ονομασίες των υφανσίμων ινών και τη συναφή επισήμανση και τη σήμανση της σύνθεσης των ινών των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 73/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/73/ΕΚ και 2008/121/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 272 της 18.10.2011, σ. 1

41.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1

42.

Οδηγία 2012/19/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 38

43.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 167/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς γεωργικών και δασικών οχημάτων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 1

44.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 168/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2013, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς δίκυκλων ή τρίκυκλων οχημάτων και τετράκυκλων (ΕΕ L 60 της 2.3.2013, σ. 52

45.

Οδηγία 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 27

46.

Οδηγία 2013/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, για τα σκάφη αναψυχής και τα ατομικά σκάφη και την κατάργηση της οδηγίας 94/25/ΕΚ (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 90

47.

Οδηγία 2014/28/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί της διαθεσιμότητας στην αγορά και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 1

48.

Οδηγία 2014/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά απλών δοχείων πίεσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 45

49.

Οδηγία 2014/30/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 79

50.

Οδηγία 2014/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά οργάνων ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 107

51.

Οδηγία 2014/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα των οργάνων μετρήσεων στην αγορά (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 149

52.

Οδηγία 2014/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους ανελκυστήρες και τα κατασκευαστικά στοιχεία ασφάλειας για ανελκυστήρες (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 251

53.

Οδηγία 2014/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 309

54.

Οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 357

55.

Οδηγία 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 1

56.

Οδηγία 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/5/ΕΚ (ΕΕ L 153 της 22.5.2014, σ. 62

57.

Οδηγία 2014/68/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά απλών δοχείων πίεσης (ΕΕ L 189 της 27.6.2014, σ. 164

58.

Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 146

59.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 517/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τα φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 842/2006 (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 195

60.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 540/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ηχοστάθμη των μηχανοκίνητων οχημάτων και την αντικατάσταση των σιγαστήρων τους, την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 70/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 131

61.

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα και την κατάργηση της οδηγίας 2000/9/ΕΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 1

62.

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/425 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τα μέσα ατομικής προστασίας και για την κατάργηση της οδηγίας 89/686/ΕΟΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 51

63.

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/426 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις συσκευές με καύση αέριων καυσίμων και την κατάργηση της οδηγίας 2009/142/ΕΚ (ΕΕ L 81 της 31.3.2016, σ. 99

64.

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1628 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με τις απαιτήσεις που αφορούν τα όρια εκπομπών για τους αέριους και σωματιδιακούς ρύπους και την έγκριση τύπου για κινητήρες εσωτερικής καύσης για μη οδικά κινητά μηχανήματα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 και (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και για την τροποποίηση και κατάργηση της οδηγίας 97/68/ΕΚ (ΕΕ L 252 της 16.9.2016, σ. 53

65.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/745 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2017, για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/EΚ, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 178/2002 και του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1223/2009 και για την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 90/385/ΕΟΚ και 93/42/ΕΟΚ (ΕΕ L 117 της 5.5.2017, σ. 1

66.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/746 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2017, σχετικά με τα in vitro διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά προϊόντα και για την κατάργηση της οδηγίας 98/79/ΕΚ και της απόφασης 2010/227/ΕΕ της Επιτροπής (ΕΕ L 117 της 5.5.2017, σ. 176

67.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, για τον υδράργυρο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1102/2008 (ΕΕ L 137 της 24.5.2017, σ. 1

68.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1

69.

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1

70.

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1139 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2018, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αεροπορική Ασφάλεια, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2111/2005, (ΕΚ) αριθ. 1008/2008, (ΕΕ) αριθ. 996/2010, (ΕΕ) αριθ. 376/2014 και των οδηγιών 2014/30/ΕΕ και 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 552/2004 και (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 212 της 22.8.2018, σ. 1), στο βαθμό που έχει σχέση με σχεδιασμό, παραγωγή και διάθεση στην αγορά αεροσκαφών αναφερόμενων στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) εφόσον πρόκειται για μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τους κινητήρες, έλικες, εξαρτήματά τους και εξοπλισμό για τον εξ αποστάσεως χειρισμό τους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Κατάλογος της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης χωρίς διατάξεις περί κυρώσεων

1.

Οδηγία 69/493/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1969, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα προϊόντα εκ κρυστάλλου (ΕΕ L 326 της 29.12.1969, σ. 36

2.

Οδηγία 70/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αναφέρονται στο αποδεκτό ηχητικό επίπεδο και στη διάταξη εξατμίσεως των οχημάτων με κινητήρα (ΕΕ L 42 της 23.2.1970, σ. 16

3.

Οδηγία 75/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις φιάλες που χρησιμοποιούνται ως μετροδοχεία (ΕΕ L 42 της 15.2.1975, σ. 14

4.

Οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στις συσκευές αερολυμάτων (αεροζόλ) (ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 40

5.

Οδηγία 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία (ΕΕ L 46 της 21.2.1976, σ. 1

6.

Οδηγία 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης για τους νέους λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα (ΕΕ L 167 της 22.6.1992, σ. 17

7.

Οδηγία 94/11/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών των σχετικών με την επισήμανση των υλικών που χρησιμοποιούνται στα κύρια μέρη των υποδημάτων που προορίζονται να πωληθούν στον καταναλωτή (ΕΕ L 100 της 19.4.1994, σ. 37

8.

Οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10

9.

Οδηγία 2000/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους (ΕΕ L 162 της 3.7.2000, σ. 1

10.

Οδηγία 2000/53/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους (ΕΕ L 269 της 21.10.2000, σ. 34

11.

Οδηγία 2005/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησής τους, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 10

12.

Οδηγία 2006/40/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τις εκπομπές των συστημάτων κλιματισμού των μηχανοκίνητων οχημάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 161 της 14.6.2006, σ. 12

13.

Οδηγία 2007/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις ονομαστικές ποσότητες για προσυσκευασμένα προϊόντα, για την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 75/106/ΕΟΚ και 80/232/ΕΟΚ και για την τροποποίηση της οδηγίας 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 247 της 21.9.2007, σ. 17

14.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46

15.

Οδηγία 2010/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2010, σχετικά με τον μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 76/767/ΕΟΚ, 84/525/ΕΟΚ, 84/526/ΕΟΚ, 84/527/ΕΟΚ και 1999/36/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 30.6.2010, σ. 1

16.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας δομικών προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 5

17.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1007/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2011, για τις ονομασίες των υφανσίμων ινών και τη συναφή επισήμανση και τη σήμανση της σύνθεσης των ινών των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 73/44/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/73/ΕΚ και 2008/121/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 272 της 18.10.2011, σ. 1

18.

Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 146

19.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 540/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ηχοστάθμη των μηχανοκίνητων οχημάτων και την αντικατάσταση των σιγαστήρων τους, την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 70/157/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 131).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 σημείο 1

Άρθρο 3 σημείο 1

Άρθρο 2 σημείο 2

Άρθρο 3 σημείο 2

Άρθρο 2 σημείο 14

Άρθρο 3 σημείο 22

Άρθρο 2 σημείο 15

Άρθρο 3 σημείο 23

Άρθρο 2 σημείο 17

Άρθρο 3 σημείο 3

Άρθρο 2 σημείο 18

Άρθρο 3 σημείο 4

Άρθρο 2 σημείο 19

Άρθρο 3 σημείο 25

Άρθρο 15 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 1 τελευταία περίοδος και άρθρο 34 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 11 παράγραφος 7 στοιχείο α)

Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 11 παράγραφος 7 στοιχείο β)

Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 5 και άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 5

Άρθρο 13

Άρθρο 18 παράγραφος 6

Άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο ιε)

Άρθρο 19 παράγραφος1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχεία α), β), ε) και ι)

Άρθρο 19 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 3 στοιχείο ζ)

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 5

Άρθρο 17

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 4

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο στ) και άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχεία θ) και ια)

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχεία ζ) και ιγ) και άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχεία θ) και ια)

Άρθρο 25 παράγραφος 3

Άρθρο 26

Άρθρο 27 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 25 παράγραφος 3

Άρθρο 27 παράγραφος 2

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 27 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 4

Άρθρο 27 παράγραφος 5

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 27 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 29 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 4

Άρθρο 28 παράγραφος 4

Άρθρο 29 παράγραφος 5

Άρθρο 25 παράγραφος 5

Άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο ε)


25.6.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 169/45


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1021 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για τους έμμονους οργανικούς ρύπους

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς. Δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν επιπλέον τροποποιήσεις, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η Ένωση ανησυχεί σοβαρά για τη συνεχιζόμενη έκλυση έμμονων οργανικών ρύπων («POP») στο περιβάλλον. Οι εν λόγω χημικές ουσίες δεν γνωρίζουν σύνορα και διατηρούνται επί μακρόν στο περιβάλλον μεταφερόμενες σε μεγάλες αποστάσεις μακριά από τις πηγές τους, βιοσυσσωρεύονται μέσω της τροφικής αλυσίδας και ενέχουν κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Απαιτείται επομένως η λήψη περαιτέρω αποτελεσματικών μέτρων σε διεθνές επίπεδο ώστε να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από τους εν λόγω ρύπους.

(3)

Στο πλαίσιο των ευθυνών της για την προστασία του περιβάλλοντος, η Ένωση ενέκρινε στις 19 Φεβρουαρίου 2004 το σχετικό με τους έμμονους οργανικούς ρύπους πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις (4) («το πρωτόκολλο») και ενέκρινε στις 14 Οκτωβρίου 2004 τη σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους (5) («η σύμβαση»).

(4)

Για να διασφαλιστεί η συνεπής και αποτελεσματική εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ένωση δυνάμει του πρωτοκόλλου και της σύμβασης είναι αναγκαίο να καθοριστεί κοινό νομικό πλαίσιο υπό το οποίο να λαμβάνονται μέτρα που θα αποσκοπούν συγκεκριμένα στην εξάλειψη της παρασκευής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης των εκουσίως παρασκευασμένων POP. Επιπλέον, τα χαρακτηριστικά των POP θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των σχετικών ενωσιακών προγραμμάτων αξιολόγησης και έγκρισης.

(5)

Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης σε ενωσιακό επίπεδο, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί συντονισμός και συνέπεια με τις διατάξεις που προβλέπουν η σύμβαση του Ρότερνταμ σχετικά με τη διαδικασία συναίνεσης έπειτα από ενημέρωση όσον αφορά ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και προϊόντα φυτοπροστασίας στο διεθνές εμπόριο, η οποία εγκρίθηκε από την Ένωση στις 19 Δεκεμβρίου 2002 (6) και με τις διατάξεις της σύμβασης της Βασιλείας για τον έλεγχο διαμεθοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων και τη διάθεσή τους, η οποία εγκρίθηκε από την Ένωση την 1η Φεβρουαρίου 1993 (7) και η σύμβαση της Minamata για τον υδράργυρο, η οποία εγκρίθηκε από την Ένωση στις 11 Μαΐου 2017 (8). Ο συντονισμός και η συνέπεια πρέπει να διατηρούνται επίσης κατά τη συμμετοχή στην εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη της στρατηγικής προσέγγισης για τη διαχείριση των χημικών ουσιών (ΣΠΔΧ), η οποία εγκρίθηκε κατά το πρώτο διεθνές συνέδριο για τη διαχείριση χημικών προϊόντων που πραγματοποιήθηκε στο Ντουμπάι στις 6 Φεβρουαρίου 2006, και την ορθή διαχείριση χημικών ουσιών και αποβλήτων μετά το 2020 στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.

(6)

Επιπλέον, έχοντας υπόψη ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού διέπονται από την αρχή της προφύλαξης όπως προβλέπεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και έχοντας κατά νου την προληπτική προσέγγιση στην περιβαλλοντική προστασία που προβλέπεται στην αρχή 15 της δήλωσης του Ρίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, και δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να εξαλειφθεί, όπου αυτό είναι εφικτό, η έκλυση POP στο περιβάλλον, είναι σκόπιμο σε ορισμένες περιπτώσεις να προβλέπονται μέτρα ελέγχου αυστηρότερα από εκείνα που προβλέπονται στο πρωτόκολλο και τη σύμβαση.

(7)

Στην Ένωση, η διάθεση στην αγορά και η χρήση των περισσότερων POP που καταλογογραφούνται στο πρωτόκολλο ή τη σύμβαση έχουν ήδη καταργηθεί σταδιακά ως αποτέλεσμα των απαγορεύσεων που ορίζονται, μεταξύ άλλων, στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (9), (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 (10) και (ΕΕ) αριθ. 528/2012 (11) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ωστόσο, για να ανταποκριθεί η Ένωση στις υποχρεώσεις που υπέχει σύμφωνα με το πρωτόκολλο και τη σύμβαση και για να ελαχιστοποιηθούν οι εκλύσεις POP είναι απαραίτητο και σκόπιμο να απαγορευθεί επίσης η παρασκευή αυτών των ουσιών και να περιοριστούν οι εξαιρέσεις στο ελάχιστο ούτως ώστε οι εξαιρέσεις να ισχύουν μόνον όταν μια ουσία εκπληρώνει μια βασική λειτουργία σε μια συγκεκριμένη εφαρμογή.

(8)

Για λόγους σαφήνειας και συνέπειας με άλλες συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις, θα πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένοι ορισμοί και να εναρμονιστεί η ορολογία με εκείνη που χρησιμοποιείται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(9)

Οι εξαγωγές των ουσιών που καλύπτονται από τη σύμβαση διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 649/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) και, ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξεταστούν περαιτέρω στον παρόντα κανονισμό.

(10)

Παρωχημένα ή υπό πλημμελή διαχείριση αποθέματα POP είναι δυνατό να ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον και για την ανθρώπινη υγεία, για παράδειγμα με τη μόλυνση του εδάφους και των υπογείων υδάτων. Είναι κατά συνέπεια ενδεδειγμένο να θεσπιστούν αυστηρότεροι κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των εν λόγω αποθεμάτων από τους οριζόμενους στη σύμβαση. Τα αποθέματα απαγορευμένων ουσιών πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απόβλητα, ενώ τα αποθέματα ουσιών των οποίων η παρασκευή ή η χρήση εξακολουθεί να επιτρέπεται πρέπει να κοινοποιούνται στις αρχές και να εποπτεύονται δεόντως. Συγκεκριμένα, θα πρέπει τα υπάρχοντα αποθέματα που συνίστανται από ή περιέχουν απαγορευμένους POP να αντιμετωπίζονται ως απόβλητα το ταχύτερο δυνατό. Εφόσον απαγορευτούν μελλοντικά και άλλες ουσίες, τα αποθέματά τους πρέπει επίσης να καταστραφούν αμέσως και να μη συσσωρευθούν νέα.

(11)

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο και τη σύμβαση, οι εκλύσεις POP που είναι ακούσια παραπροϊόντα βιομηχανικών διεργασιών θα πρέπει να εντοπίζονται και να περιορίζονται το ταχύτερο δυνατό με απώτερο σκοπό την τελική εξάλειψή τους, όπου τούτο είναι εφικτό. Θα πρέπει να αναπτυχθούν, να επικαιροποιηθούν και να εφαρμοστούν, κατά περίπτωση, το ταχύτερο δυνατόν, κατάλληλα εθνικά σχέδια δράσης, που να καλύπτουν όλες τις πηγές και τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται υπό την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία, ώστε να περιοριστούν οι εν λόγω εκλύσεις κατά τρόπο συνεχή και οικονομικώς αποδοτικό. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της σύμβασης τα κατάλληλα μέσα.

(12)

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και οι προσωρινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις βέλτιστες περιβαλλοντικές πρακτικές που είναι συναφείς με το άρθρο 5 και το παράρτημα Γ της σύμβασης της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, οι οποίες θεσπίστηκαν σύμφωνα με τη σύμβαση της Στοκχόλμης, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την εξέταση προτάσεων για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων ή για την ουσιαστική τροποποίηση υφιστάμενων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν διεργασίες οι οποίες απελευθερώνουν χημικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα III του παρόντος κανονισμού.

(13)

Απαιτείται η θέσπιση ή η διατήρηση, ανάλογα με την περίπτωση, των απαραίτητων προγραμμάτων και μηχανισμών που θα παρέχουν επαρκή δεδομένα παρακολούθησης της παρουσίας ουσιών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙΙ στο περιβάλλον. Εντούτοις, χρειάζεται να εξασφαλιστούν και κατάλληλα εργαλεία τα οποία να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με όρους οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμους.

(14)

Σύμφωνα με τη σύμβαση, το περιεχόμενο των αποβλήτων σε POP πρέπει να καταστρέφεται ή να μετατρέπεται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο σε ουσίες που δεν παρουσιάζουν παρεμφερή χαρακτηριστικά, εκτός εάν είναι προτιμότερος από περιβαλλοντική άποψη άλλος χειρισμός. Η Ένωση, για να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη σύμβαση, είναι απαραίτητο να προβλέπει ειδικές διατάξεις για τέτοιες ουσίες. Για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας πρέπει να καθοριστούν, να παρακολουθούνται και να επιβάλλονται κοινές οριακές τιμές συγκέντρωσης ουσιών στα απόβλητα.

(15)

Όσον αφορά τους πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες (PBDE) που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένου του δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το όριο συγκέντρωσης για το άθροισμα των εν λόγω ουσιών σε απόβλητα ορίζεται σε 1 000 mg/kg. Λαμβάνοντας υπόψη την ταχεία εξέλιξη της επιστημονικής και τεχνικής προόδου, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το εν λόγω όριο συγκέντρωσης και, κατά περίπτωση, να εγκρίνει νομοθετική πρόταση για τη μείωση της εν λόγω τιμής στα 500 mg/kg. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργήσει το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από τις 16 Ιουλίου 2021.

(16)

Είναι σημαντικό να εντοπίζονται και να διαχωρίζονται τα απόβλητα που συνίστανται, περιέχουν ή είναι μολυσμένα από POP στην πηγή προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η διάδοση των χημικών αυτών ουσιών σε άλλα απόβλητα. Η οδηγία 2008/98/EK θεσπίζει ενωσιακούς κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων με τους οποίους τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να απαιτούν όπως οι εγκαταστάσεις και οι επιχειρήσεις που διαθέτουν, ανακτούν, συλλέγουν ή μεταφέρουν επικίνδυνα απόβλητα δεν αναμιγνύουν διαφορετικές κατηγορίες επικίνδυνων αποβλήτων ή δεν αναμιγνύουν επικίνδυνα απόβλητα με μη επικίνδυνα απόβλητα.

(17)

Για να προωθηθεί η ιχνηλασιμότητα των αποβλήτων που περιέχουν POP και να εξασφαλιστεί ο έλεγχος, οι διατάξεις του συστήματος τήρησης αρχείων σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ θα πρέπει να ισχύουν και για τα απόβλητα που περιέχουν POP που δεν ορίζονται ως επικίνδυνα απόβλητα σύμφωνα με την απόφαση 2014/955/ΕΕ της Επιτροπής (14).

(18)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί αποτελεσματικός συντονισμός και διαχείριση των τεχνικών και διοικητικών πτυχών του παρόντος κανονισμού σε ενωσιακό επίπεδο. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων («ο Οργανισμός»), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, έχει αρμοδιότητα και πείρα στην εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και των διεθνών συμφωνιών που αφορούν τα χημικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός θα πρέπει να ασκούν τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις διοικητικές, τεχνικές και επιστημονικές πτυχές της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της ανταλλαγής πληροφοριών. Ο ρόλος του Οργανισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει την προετοιμασία και την εξέταση τεχνικών φακέλων, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και την κατάρτιση των γνωμών που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ώστε αυτή να εξετάσει αν θα υποβάλει πρόταση για καταχώριση μιας ουσίας ως POP στη σύμβαση ή στο πρωτόκολλο. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζονται με στόχο την αποτελεσματική εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης που απορρέουν από τη σύμβαση.

(19)

Η σύμβαση προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος εκπονεί, επικαιροποιεί και προσπαθεί να εφαρμόσει, ανάλογα με την περίπτωση, σχέδιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της σύμβασης. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν δυνατότητες για τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση, την εφαρμογή και την ενημέρωση των σχεδίων εφαρμογής τους. Καθώς η αρμοδιότητα επιμερίζεται εν προκειμένω μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών, τα σχέδια εφαρμογής πρέπει να εκπονούνται και να επικαιροποιούνται τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Πρέπει να ενθαρρύνεται η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής, του Οργανισμού και των αρχών των κρατών μελών, μεταξύ άλλων σε σχέση με τοποθεσίες που έχουν μολυνθεί από ΡΟΡ.

(20)

Η παρασκευή και η χρήση των ουσιών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I ή στο μέρος Α του παραρτήματος II του παρόντος κανονισμού ως ενδιάμεσων προϊόντων σε κλειστό σύστημα και σε συγκεκριμένο χώρο θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο εάν στο σχετικό παράρτημα έχει καταχωριστεί ρητή σημείωση προς τον σκοπό αυτόν και εάν ο παρασκευαστής αποδεικνύει στο οικείο κράτος μέλος ότι η ουσία παρασκευάζεται και χρησιμοποιείται υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες.

(21)

Σύμφωνα με τη σύμβαση και το πρωτόκολλο, πληροφορίες για τους POP πρέπει να παρέχονται στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συμφωνιών. Πρέπει επίσης να ενθαρρύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη αυτών των συμφωνιών.

(22)

Δεδομένου ότι η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης όσον αφορά τους κινδύνους που ενέχουν οι POP τόσο για την υγεία της σημερινής και των επομένων γενεών όσο και για το περιβάλλον, είναι, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, συχνά ανεπαρκής, καθίσταται απαραίτητη μια ευρείας κλίμακας εκστρατεία ενημέρωσης προκειμένου να αυξηθούν η εγρήγορση αλλά και η κατανόηση των πολιτών όσον αφορά το σκεπτικό για περιορισμούς και απαγορεύσεις. Σύμφωνα με τη σύμβαση, πρέπει να προάγονται και να ενισχύονται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, προγράμματα ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με τις εν λόγω ουσίες, όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στην υγεία και στο περιβάλλον, ιδίως για τις πλέον ευάλωτες ομάδες, όσο και προγράμματα εκπαίδευσης εργατών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών και τεχνικού και διευθυντικού προσωπικού. Η Ένωση πρέπει να εξασφαλίσει την πρόσβαση στις πληροφορίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (15) και (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (16) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(23)

Η Επιτροπή, για να προωθήσει την κατάρτιση μιας εμπεριστατωμένης βάσης γνώσεων σχετικά με τη χημική έκθεση και την τοξικότητα, σε συμφωνία με το γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας» (7ο ΠΔΠ) (18), δημιούργησε την πλατφόρμα ενημέρωσης για την παρακολούθηση των χημικών ουσιών. Η χρήση αυτής της πλατφόρμας θα πρέπει να ενθαρρύνεται ως ένα μέσο ώστε τα κράτη μέλη να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις τους για την υποβολή δεδομένων όσον αφορά την εμφάνιση χημικών προϊόντων και ώστε να απλοποιούνται και να μειώνονται οι υποχρεώσεις τους σε σχέση με την υποβολή εκθέσεων.

(24)

Εφόσον τούτο ζητηθεί και είναι εφικτό στο πλαίσιο των υφισταμένων πόρων, η Επιτροπή, ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν προκειμένου να παράσχουν κατάλληλη και έγκαιρη τεχνική αρωγή που θα αποσκοπεί ειδικώς στην ενίσχυση της ικανότητας των αναπτυσσομένων χωρών και των χωρών των οποίων η οικονομία ευρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο να εφαρμόσουν τη σύμβαση. Η τεχνική αρωγή θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή κατάλληλων εναλλακτικών προϊόντων, μεθόδων και στρατηγικών, βάσει της σύμβασης, για να διασφαλίζεται ότι οι POP εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τοπικά ασφαλείς, αποτελεσματικές και οικονομικά προσιτές εναλλακτικές λύσεις δεν διατίθενται στην εν λόγω χώρα.

(25)

Χρειάζεται τακτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνονται για μείωση των εκλύσεων POP. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν στον Οργανισμό σε τακτική βάση εκθέσεις με τυποποιημένη μορφή, οι οποίες θα αναφέρονται κυρίως στους απογραφικούς καταλόγους εκλύσεων, τα κοινοποιημένα αποθέματα και την παρασκευή και διάθεση στην αγορά ουσιών που τελούν υπό περιορισμούς.

(26)

Για να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για ενημέρωση σχετικά με την εφαρμογή και τη συμμόρφωση, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα εναλλακτικό σύστημα για τη συλλογή και τη διάθεση των πληροφοριών, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της έκθεσης της Επιτροπής σχετικά με τις δράσεις για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας υποβολής περιβαλλοντικών εκθέσεων και του συναφούς ελέγχου καταλληλότητας. Πιο συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιστούν προσβάσιμα όλα τα σχετικά δεδομένα. Με τον τρόπο αυτόν, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο διοικητικός φόρτος όλων των αρχών παραμένει όσο το δυνατόν πιο περιορισμένος. Απαιτείται να γίνει ενεργός διάδοση σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις οδηγίες 2003/4/ΕΚ και 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19), ώστε να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες υποδομές για την πρόσβαση του κοινού, την υποβολή εκθέσεων και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δημόσιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός θα πρέπει να βασίσουν τις προδιαγραφές για τα χωρικά δεδομένα στις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει της οδηγίας 2007/2/ΕΚ.

(27)

Η σύμβαση και το πρωτόκολλο προβλέπουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν επιπλέον ουσίες για υπαγωγή σε διεθνούς κλίμακας μέτρα και, συνεπώς, είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν επιπλέον ουσίες στις εν λόγω συμφωνίες. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να τροποποιηθεί αντιστοίχως ο παρών κανονισμός.

(28)

Για την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού επιτρέποντας, εφόσον απαιτείται, την παρασκευή και τη χρήση μιας ουσίας που απαριθμείται στο μέρος Α του παραρτήματος I ή στο μέρος Α του παραρτήματος II του παρόντος κανονισμού ως ενδιάμεσου προϊόντος σε κλειστό σύστημα και σε συγκεκριμένο χώρο, και την τροποποίηση των προθεσμιών που αναφέρονται στο σχετικά παράρτημα για τον σκοπό αυτό, την τροποποίηση του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού με στόχο να μεταφερθεί μια ουσία από το μέρος Β στο μέρος Α αυτού και την τροποποίηση των παραρτημάτων I, II και III του παρόντος κανονισμού ούτως ώστε να προσαρμοστούν σε οποιαδήποτε μεταβολή του καταλόγου ουσιών που παρατίθεται στα παραρτήματα της σύμβασης ή του πρωτοκόλλου, καθώς και να τροποποιηθούν οι υφιστάμενες καταχωρίσεις ή διατάξεις που περιέχονται στα παραρτήματα I και II του παρόντος κανονισμού με στόχο την προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (20). Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, οι δε εμπειρογνώμονές τους θα πρέπει να έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(29)

Όταν τα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού τροποποιούνται κατ' εφαρμογή τυχόν καταχώρισης ενός πρόσθετου, προγραμματισμένης παραγωγής, POP στο πρωτόκολλο ή στη σύμβαση, η καταχώριση αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, και όχι στο παράρτημα Ι, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από κατάλληλη αιτιολόγηση.

(30)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση μέτρων όσον αφορά τη διαχείριση αποβλήτων και για τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τα κράτη μέλη για την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21).

(31)

Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια, η αμεροληψία και η συνοχή σε επίπεδο δράσεων επιβολής, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβίασης του παρόντος κανονισμού και να μεριμνούν για την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, καθόσον η μη συμμόρφωση ενδέχεται να πλήξει την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Για να διασφαλιστεί η συνεπής και αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συντονίζουν συναφείς δραστηριότητες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες μέσω του φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τον έλεγχο εφαρμογής το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006. Στις περιπτώσεις που τούτο κρίνεται σκόπιμο, στοιχεία σχετικά με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να δημοσιεύονται.

(32)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση τα θέματα που αφορούν τα απόβλητα, η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, με σκοπό τη διασφάλιση συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά τη νομοθεσία της Ένωσης για τα χημικά προϊόντα.

(33)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, για τα θέματα που αφορούν τα απόβλητα, η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, με σκοπό τη διασφάλιση συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά τη νομοθεσία της Ένωσης για τα απόβλητα.

(34)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας από POP, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω των διασυνοριακών επιπτώσεων αυτών των ρύπων, και, κατά συνέπεια, είναι δυνατό να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός και αντικείμενο

Σύμφωνα ιδίως με την αρχή της προφύλαξης, σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από έμμονους οργανικούς ρύπους μέσω της απαγόρευσης, της όσο το δυνατόν ταχύτερης διακοπής ή του περιορισμού της παρασκευής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης των ουσιών οι οποίες υπόκεινται στη σύμβαση της Στοκχόλμης για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, στο εξής «σύμβαση», ή στο πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλες αποστάσεις, (στο εξής «πρωτόκολλο»), μέσω της ελαχιστοποίησης, με σκοπό την κατά το δυνατόν ταχύτερη δυνατή βαθμιαία διακοπή των εκλύσεων τέτοιων ουσιών καθώς και μέσω της θέσπισης διατάξεων σχετικά με απόβλητα που συνίστανται από, περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από οποιαδήποτε από τις εν λόγω ουσίες.

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν απαιτήσεις αυστηρότερες εκείνων του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1)   «διάθεση στην αγορά»: η διάθεση στην αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

2)   «αντικείμενο»: το αντικείμενο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

3)   «ουσία»: η ουσία όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

4)   «μείγμα»: το μείγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

5)   «παρασκευή»: η παρασκευή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

6)   «χρήση»: η χρήση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

7)   «εισαγωγή»: η εισαγωγή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·

8)   «απόβλητα»: τα απόβλητα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

9)   «διάθεση»: η διάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 19 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

10)   «ανάκτηση»: η ανάκτηση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 15 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ·

11)   «ενδιάμεσο προϊόν σε κλειστό σύστημα και σε συγκεκριμένο χώρο»: ουσία η οποία παρασκευάζεται και καταναλώνεται ή χρησιμοποιείται στο πλαίσιο χημικών διεργασιών με σκοπό να μετατραπεί σε άλλη ουσία («σύνθεση»), και όπου η παρασκευή της ενδιάμεσης ουσίας και η σύνθεση μίας ή περισσοτέρων ουσιών από το ενδιάμεσο προϊόν πραγματοποιούνται στον ίδιο χώρο, από μία ή περισσότερες νομικές οντότητες, υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, με την έννοια ότι η ουσία είναι αυστηρά περιορισμένη με τεχνικά μέσα καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της·

12)   «ακούσιες ιχνοποσότητες ρύπων»: το επίπεδο ουσίας η οποία υπάρχει τυχαία σε ελάχιστη ποσότητα, κάτω από το οποίο η χρήση της ουσίας δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, και πάνω από το όριο ανίχνευσης των υφισταμένων μεθόδων ανίχνευσης ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος και η επιβολή μέτρων·

13)   «απόθεμα»: ουσίες, μείγματα ή αντικείμενα που έχουν συσσωρευθεί από τον κάτοχο, τα οποία συνίστανται ή περιέχουν ουσία η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ.

Άρθρο 3

Έλεγχος της παρασκευής, διάθεσης στην αγορά και χρήσης, και της καταχώρισης των ουσιών

1.   Απαγορεύεται η παρασκευή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση ουσιών του παραρτήματος I, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε αυτούσια μορφή ή σε μείγματα ή σε αντικείμενα, με την επιφύλαξη του άρθρου 4.

2.   Η παρασκευή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση ουσιών του παραρτήματος II, ανεξαρτήτως εάν βρίσκονται σε αυτούσια μορφή ή σε μείγματα ή σε αντικείμενα, περιορίζεται, με την επιφύλαξη του άρθρου 4.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, στο πλαίσιο των συστημάτων αξιολόγησης και έγκρισης για υφιστάμενες και νέες χημικές ουσίες που εμπίπτουν στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, λαμβάνουν υπόψη τους τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παραρτήματος Δ της σύμβασης και προβαίνουν στη λήψη των απαραίτητων μέτρων με σκοπό τον έλεγχο υφισταμένων ουσιών και την πρόληψη της παρασκευής, της διάθεσης στην αγορά και της χρήσης νέων ουσιών, οι οποίες εμφανίζουν χαρακτηριστικά POP.

4.   Όταν καταρτίζει πρόταση προς το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, για την προσθήκη στον κατάλογο μιας ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης, η Επιτροπή επικουρείται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων («ο Οργανισμός») που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να υποβάλουν στην Επιτροπή προτάσεις για την προσθήκη στον κατάλογο. Στα επόμενα στάδια της διαδικασίας για την προσθήκη στον κατάλογο, ο Οργανισμός παρέχει υποστήριξη στην Επιτροπή και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

5.   Η Επιτροπή και ο Οργανισμός σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τις ενημερώνουν.

6.   Τα απόβλητα τα οποία συνίστανται, περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσία η οποία περιλαμβάνεται στους καταλόγους του παραρτήματος IV ρυθμίζονται στο άρθρο 7.

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις από τα μέτρα ελέγχου

1.   Το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται σε:

α)

ουσίες χρησιμοποιούμενες για ερευνητικούς σκοπούς σε εργαστηριακή κλίμακα ή ως πρότυπα αναφοράς·

β)

ουσίες που ενυπάρχουν ως ακούσιες ιχνοποσότητες ρύπων, όπως προσδιορίζεται στις σχετικές καταχωρίσεις του παραρτήματος I ή II, σε ουσίες, μείγματα ή αντικείμενα.

2.   Για ουσία που προστίθεται στο παράρτημα I ή II ύστερα από τις 15 Ιουλίου 2019, το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών αν η εν λόγω ουσία ενυπάρχει στα αντικείμενα τα οποία παρήχθησαν πριν από ή κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού για την εν λόγω ουσία.

Το άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται όταν μια ουσία ενυπάρχει σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ήδη πριν ή κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 για την εν λόγω ουσία, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.

Όταν κράτος μέλος ενημερωθεί σχετικά με αντικείμενα που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο πληροφορεί αμέσως την Επιτροπή και τον Οργανισμό σχετικώς.

Όταν η Επιτροπή λάβει πληροφορίες σχετικές με τα εν λόγω αντικείμενα κατά τον προαναφερόμενο ή άλλο τρόπο τις κοινοποιεί, κατά περίπτωση, στη γραμματεία της σύμβασης χωρίς καθυστέρηση.

3.   Για ουσία που περιλαμβάνεται στο μέρος Α του παραρτήματος Ι ή στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ, κράτος μέλος που επιθυμεί να επιτρέψει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που προσδιορίζεται στο αντίστοιχο παράρτημα, την παρασκευή και χρήση της εν λόγω ουσίας ως ενδιάμεσου προϊόντος σε κλειστό σύστημα και σε συγκεκριμένο χώρο απευθύνει την ανάλογη κοινοποίηση στη γραμματεία της σύμβασης.

Η εν λόγω κοινοποίηση επιτρέπεται μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

μετά από αίτημα κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής, στο σχετικό παράρτημα έχει καταχωρισθεί σημείωση, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξης που εκδόθηκε βάσει του τέταρτου εδαφίου·

β)

ο παρασκευαστής αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο παρασκευαστής ότι κατά τη διεργασία παρασκευής η ουσία θα μετατραπεί σε μία ή περισσότερες άλλες ουσίες που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά ενός POP και εξασφαλίζει ότι η ουσία είναι αυστηρά περιορισμένη με τεχνικά μέσα καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της·

γ)

ο παρασκευαστής αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο παρασκευαστής ότι η ουσία αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν σε κλειστό σύστημα και σε συγκεκριμένο χώρο και ότι δεν αναμένεται ότι οι άνθρωποι ή το περιβάλλον θα εκτεθούν σε σημαντικές ποσότητες της ουσίας κατά την παραγωγή και χρήση της·

δ)

ο παρασκευαστής ενημερώνει το κράτος μέλος για τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την πραγματική ή κατ' εκτίμηση συνολική παρασκευή και χρήση της εν λόγω ουσίας και τη φύση της διεργασίας κλειστού συστήματος σε συγκεκριμένο χώρο, και προσδιορίζει την ποσότητα οποιασδήποτε μη μετατρεπόμενης και ακουσίας ιχνοποσότητας μόλυνσης από οποιαδήποτε πρώτη ύλη ενός POP στην τελική ουσία, το μείγμα ή το αντικείμενο.

Εντός ενός μηνός από την υποβολή της κοινοποίησης στη γραμματεία της σύμβασης, το κράτος μέλος απευθύνει την κοινοποίηση στα λοιπά κράτη μέλη, την Επιτροπή και στον Οργανισμό και παρέχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την πραγματική ή κατ' εκτίμηση συνολική παρασκευή και χρήση της εν λόγω ουσίας και τη φύση της διεργασίας κλειστού συστήματος σε συγκεκριμένο χώρο, προσδιορίζοντας την ποσότητα οποιασδήποτε μη μετατρεπόμενης και ακουσίας ιχνοποσότητας μόλυνσης από οποιαδήποτε πρώτη ύλη ενός POP στην τελική ουσία, το μείγμα ή το αντικείμενο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 ούτως ώστε να μεταβάλλει τα παραρτήματα I και II με την εισαγωγή σχολίων για να καταστεί δυνατό να επιτραπεί ειδικώς η παρασκευή και η χρήση, ως ενδιάμεσου προϊόντος σε κλειστό σύστημα, της ουσίας που περιλαμβάνεται στο μέρος Α του σχετικού παραρτήματος, και να μεταβάλλει την προθεσμία στα εν λόγω σχόλια όταν, μετά από επανειλημμένη κοινοποίηση από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στη γραμματεία της σύμβασης, υπάρξει ρητή ή σιωπηρή συναίνεση δυνάμει της σύμβασης για τη συνέχιση παρασκευής και χρήσης της ουσίας για περαιτέρω χρονικό διάστημα.

4.   Τα απόβλητα τα οποία συνίστανται, περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσία η οποία περιλαμβάνεται στους καταλόγους του παραρτήματος IV ρυθμίζονται στο άρθρο 7.

Άρθρο 5

Αποθέματα

1.   Ο κάτοχος αποθέματος που συνίσταται ή περιέχει ουσία η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ, της οποίας δεν επιτρέπεται καμία χρήση, οφείλει να διαχειριστεί το εν λόγω απόθεμα ως απόβλητο και σύμφωνα με το άρθρο 7.

2.   Ο κάτοχος αποθέματος ποσότητας μεγαλύτερης των 50 kg η οποία συνίσταται ή περιέχει ουσία περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι ή ΙΙ, και της οποίας η χρήση επιτρέπεται, παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται το απόθεμα, πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την ποσότητα του αποθέματος. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία θέσης ισχύος του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 για την εν λόγω ουσία, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη για τον κάτοχο, και των σχετικών τροποποιήσεων του παραρτήματος Ι ή ΙΙ και εν συνεχεία μία φορά τον χρόνο μέχρις ότου λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ αναφορικά με την περιορισμένη χρήση.

Ο κάτοχος διαχειρίζεται το απόθεμα κατά τρόπο ασφαλή, αποτελεσματικό και περιβαλλοντικώς ορθό, σύμφωνα με τα όρια και τις απαιτήσεις που ορίζουν η οδηγία 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η διαχείριση των αποθεμάτων διενεργείται κατά τρόπο που θα προστατεύει την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

3.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τη χρήση και διαχείριση των κοινοποιημένων αποθεμάτων.

Άρθρο 6

Μείωση, ελαχιστοποίηση και εξάλειψη των εκπομπών

1.   Εντός διετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, τα κράτη μέλη καταρτίζουν απογραφικούς καταλόγους ρύπων για τις ουσίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ οι οποίοι εκλύονται στον αέρα, το νερό και την ξηρά, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση και το πρωτόκολλο, και στη συνέχεια διατηρούν τους εν λόγω απογραφικούς καταλόγους.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα σχέδια δράσης τους σχετικά με τα μέτρα εντοπισμού, χαρακτηρισμού και ελαχιστοποίησης με στόχο να εξαλείψουν, εάν αυτό είναι εφικτό, το ταχύτερο δυνατόν το σύνολο των εκλυόμενων ρύπων των ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα III όπως αυτοί καταγράφονται στους απογραφικούς καταλόγους οι οποίοι καταρτίζονται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση προς την Επιτροπή, τον Οργανισμό και τα υπόλοιπα κράτη μέλη ως μέρος των εθνικών σχεδίων εφαρμογής τους, σύμφωνα με το άρθρο 9.

Τα εν λόγω σχέδια δράσης περιλαμβάνουν μέτρα για την προώθηση της ανάπτυξης υποκατάστατων ή τροποποιημένων ουσιών, μειγμάτων, αντικειμένων και διαδικασιών και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, απαιτούν τη χρήση αυτών προκειμένου να αποτραπεί ο σχηματισμός και η έκλυση των ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ.

3.   Τα κράτη μέλη, όταν εξετάζουν προτάσεις περί κατασκευής νέων εγκαταστάσεων ή ουσιαστικής τροποποίησης υφισταμένων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν διαδικασίες που αποδεσμεύουν χημικά του παραρτήματος ΙΙΙ, εξετάζουν κατά προτεραιότητα εναλλακτικές διαδικασίες, τεχνικές ή πρακτικές παρόμοιας χρησιμότητας, οι οποίες δεν επιτρέπουν το σχηματισμό και την αποδέσμευση χημικών ουσιών του παραρτήματος ΙΙΙ, με την επιφύλαξη της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

Άρθρο 7

Διαχείριση αποβλήτων

1.   Οι παραγωγοί και οι κάτοχοι αποβλήτων καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να αποτρέψουν, όταν αυτό είναι εφικτό, τη μόλυνση των αποβλήτων αυτών από τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα IV.

2.   Κατά παρέκκλιση της οδηγίας 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου (24), απόβλητα που συνίστανται, περιέχουν ή είναι μολυσμένα από ουσία περιλαμβανόμενη στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού διατίθενται ή ανακτώνται, χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους 1 του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού και κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι το περιεχόμενό τους σε POP καταστρέφεται ή μετατρέπεται κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, έτσι ώστε τα εναπομένοντα απόβλητα και οι εκλυόμενοι ρύποι να μην παρουσιάζουν ιδιότητες POP.

Κατά τη διενέργεια τέτοιας εργασίας διάθεσης ή ανάκτησης, κάθε ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα IV μπορεί να απομονωθεί από τα απόβλητα, εφόσον η ουσία αυτή διατίθεται στη συνέχεια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

3.   Διαδικασίες διάθεσης ή ανάκτησης που ενδέχεται να οδηγήσουν αυτές καθαυτές στην ανάκτηση, ανακύκλωση, άμεση επαναχρησιμοποίηση ή περαιτέρω χρησιμοποίηση ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙV, απαγορεύονται.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2:

α)

απόβλητα που περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από οποιαδήποτε ουσία αναφέρεται στο παράρτημα IV μπορούν εξάλλου να διατεθούν ή να ανακτηθούν σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, εφόσον η ποσότητα ουσιών στα απόβλητα δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές συγκέντρωσης που καθορίζονται στο παράρτημα IV·

β)

κράτος μέλος ή αρμόδια αρχή που έχει οριστεί από το εν λόγω κράτος μέλος δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και όσον αφορά απόβλητα που αναφέρονται στο μέρος 2 του παραρτήματος V και περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσία που αναφέρεται στο παράρτημα ΙV μέχρι τα όρια συγκέντρωσης που καθορίζονται στο μέρος 2 του παραρτήματος V, να επιτρέψει την κατ' άλλο τρόπο διαχείριση των αποβλήτων αυτών σύμφωνα με μέθοδο που αναφέρεται στο μέρος 2 του παραρτήματος V, υπό τη προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

ο ενδιαφερόμενος φορέας έχει αποδείξει κατά τρόπο πειστικό ενώπιον της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ότι η απολύμανση των αποβλήτων από ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV δεν ήταν εφικτή και ότι η καταστροφή ή η μη αναστρέψιμη μετατροπή του περιεχομένου σε POP, ακόμα και εάν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική ή τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές, δεν συνιστά την από περιβαλλοντικής άποψης προτιμητέα επιλογή και η αρμόδια αρχή έδωσε εν συνεχεία τη συγκατάθεσή της για την εναλλακτική διαδικασία·

ii)

ο ενδιαφερόμενο φορέας έχει παράσχει πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των αποβλήτων σε POP στην αρμόδια αρχή·

iii)

η διαδικασία συνάδει με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά επιπρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στη παράγραφο 5·

iv)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη, τον Οργανισμό και την Επιτροπή για την άδεια που χορήγησε καθώς και για την αιτιολόγηση αυτής.

5.   Η Επιτροπή δύναται, εφόσον απαιτείται και λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις και τις σχετικές διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις καθώς και εγκρίσεις που έχει ενδεχομένως χορηγήσει κράτος μέλος ή η αρμόδια αρχή που έχει ορίσει το εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το παράρτημα V, να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή δύναται να προσδιορίζει τη μορφή των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β) σημείο iv). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.

6.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο και την ιχνηλασιμότητα, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, των αποβλήτων που περιέχουν ή έχουν μολυνθεί από ουσία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Καθήκοντα του Οργανισμού και του Φόρουμ

1.   Ο Οργανισμός εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα, επιπλέον εκείνων που ανατίθενται σ' αυτόν βάσει των άρθρων 9, 10, 11, 13 και 17 του παρόντος κανονισμού:

α)

παροχή, με την έγκριση της Επιτροπής, βοήθειας και τεχνικών και επιστημονικών οδηγιών στις ορισθείσες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στα μέλη του Φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τον έλεγχο εφαρμογής το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 («Φόρουμ»), καθώς και στα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά περίπτωση, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)

παροχή τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων καθώς και βοήθειας στην Επιτροπή, κατόπιν σχετικής αίτησης, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

γ)

παροχή τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων καθώς και στήριξης στην Επιτροπή, όσον αφορά ουσίες οι οποίες ενδέχεται να συμμορφώνονται με τα κριτήρια για καταχώριση στη σύμβαση ή στο πρωτόκολλο με τη συνεκτίμηση, κατά περίπτωση, των αποτελεσμάτων των υφισταμένων συστημάτων αξιολόγησης στα οποία παραπέμπει το άρθρο 3 παράγραφος 3·

δ)

δημοσίευση στον ιστότοπό του ανακοίνωσης σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή θα συντάξει πρόταση καταχώρισης μιας ουσίας, πρόσκληση προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός οκτώ εβδομάδων και δημοσίευση των παρατηρήσεων αυτών στον ιστότοπό του·

ε)

παροχή τεχνικής και επιστημονικής στήριξης στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, για την κατάρτιση και την αναθεώρηση του προφίλ κινδύνου και την αξιολόγηση της διαχείρισης κινδύνου μιας ουσίας η οποία εξετάζεται στο πλαίσιο της σύμβασης, πρόσκληση προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ή πρόσθετες πληροφορίες, ή και τα δύο, εντός οκτώ εβδομάδων και δημοσίευση των παρατηρήσεων αυτών στον ιστότοπό του·

στ)

παροχή τεχνικής και επιστημονικής στήριξης στην Επιτροπή, κατόπιν σχετικής αίτησης, για την εφαρμογή και περαιτέρω ανάπτυξη της σύμβασης, ιδίως όσον αφορά την επιτροπή εξέτασης POP·

ζ)

συγκέντρωση, αρχειοθέτηση, επεξεργασία και διάθεση στην Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όλων των πληροφοριών που λαμβάνονται ή διατίθενται βάσει του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο iv), του άρθρου 9 παράγραφος 2 και του άρθρου 13 παράγραφος 1. Όταν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι εμπιστευτικές, ο Οργανισμός τις δημοσιεύει στον δικτυακό του τόπο και διευκολύνει την ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών μέσω των σχετικών πλατφορμών πληροφοριών, όπως αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2·

η)

δημιουργία και διατήρηση ενοτήτων στον δικτυακό του τόπο για όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο συντονισμός του δικτύου των αρχών των κρατών μελών αρμοδίων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ασκείται από το φόρουμ.

Τα μέλη του φόρουμ που έχουν ορισθεί από κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον κατάλληλο συντονισμό μεταξύ του έργου του φόρουμ και των εργασιών της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους τους.

Το φόρουμ, όταν εξετάζει θέματα που σχετίζονται με τα απόβλητα, εξασφαλίζει τη συμμετοχή των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τα απόβλητα.

3.   Τα καθήκοντα που ανατίθενται στον Οργανισμό δυνάμει του παρόντος κανονισμού ασκούνται από τη Γραμματεία του.

Άρθρο 9

Σχέδια εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη, κατά την εκπόνηση και την επικαιροποίηση των εθνικών τους σχεδίων εφαρμογής, παρέχουν εγκαίρως στο κοινό σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες τους τη δυνατότητα να συμμετάσχει αποτελεσματικά στην εν λόγω διαδικασία.

2.   Μετά τη θέσπιση του εθνικού του σχεδίου εφαρμογής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση, κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί και κοινοποιεί τη δημοσίευσή του στην Επιτροπή, τον Οργανισμό και τα λοιπά κράτη μέλη.

3.   Κατά την εκπόνηση και την επικαιροποίηση των σχεδίων εφαρμογής από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, με τη στήριξη του Οργανισμού, και τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο, μεταξύ άλλων πληροφορίες σχετικά με μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση τόπων που έχουν μολυνθεί από POP, εφόσον απαιτείται.

4.   Η Επιτροπή, με τη στήριξη του Οργανισμού, διατηρεί σχέδιο εφαρμογής των υποχρεώσεων της Ένωσης που απορρέουν από τη σύμβαση και δημοσιεύει, αναθεωρεί και ενημερώνει το εν λόγω σχέδιο, εφόσον απαιτείται.

Άρθρο 10

Παρακολούθηση

1.   Η Επιτροπή, με τη στήριξη του Οργανισμού, και τα κράτη μέλη εκπονούν ή διατηρούν, ανάλογα με την περίπτωση, σε στενή συνεργασία, κατάλληλα προγράμματα και μηχανισμούς που να ανταποκρίνονται στις τελευταίες εξελίξεις, για την τακτική παροχή συγκρίσιμων δεδομένων σχετικών με τη συνεχή παρακολούθηση της παρουσίας στο περιβάλλον ουσιών που περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙΙ. Για την εκπόνηση ή τη διατήρηση τέτοιων προγραμμάτων και μηχανισμών, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εξελίξεις στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου και της σύμβασης.

2.   Η Επιτροπή αξιολογεί τακτικά την πιθανή ανάγκη για υποχρεωτική παρακολούθηση μιας ουσίας που περιλαμβάνεται στο μέρος Β του παραρτήματος ΙΙΙ. Με γνώμονα την αξιολόγηση αυτή και τα δεδομένα που τίθενται στη διάθεσή της από τα κράτη μέλη, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 για την τροποποίηση του παραρτήματος III με σκοπό τη μεταφορά, κατά περίπτωση, μιας ουσίας από το μέρος Β του παραρτήματος ΙΙΙ στο μέρος Α του παραρτήματος αυτού.

Άρθρο 11

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή, ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη διευκολύνουν και αναλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών εντός της Ένωσης και με τρίτες χώρες, σχετικά με τη μείωση, τη μείωση στο ελάχιστο ή εξάλειψη, εάν αυτό είναι δυνατόν, της παρασκευής, της χρήσης και της έκλυσης POP και σχετικά με εναλλακτικές αυτών ουσίες, διευκρινίζοντας τους κινδύνους και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτών των εναλλακτικών ουσιών.

2.   Η Επιτροπή, ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη προωθούν και διευκολύνουν, εφόσον απαιτείται, όσον αφορά τους POP:

α)

προγράμματα ευαισθητοποίησης, που περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις των ρύπων αυτών στην υγεία και το περιβάλλον, τις δυνατότητες αντικατάστασής τους καθώς και τη μείωση ή την εξάλειψη της παρασκευής, της χρήσης και έκλυσής τους, ειδικά για:

i)

πολιτικούς φορείς και φορείς λήψεως αποφάσεων·

ii)

ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες·

β)

παροχή πληροφοριών στο κοινό·

γ)

εκπαίδευση, κυρίως των εργατών, των επιστημόνων, των εκπαιδευτών και του τεχνικού και διευθυντικού προσωπικού.

3.   Με την επιφύλαξη των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, και (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 και της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, δεν θεωρούνται εμπιστευτικές οι πληροφορίες σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των ανθρώπων και με το περιβάλλον. Η Επιτροπή, ο Οργανισμός και τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν πληροφορίες με τρίτη χώρα προστατεύουν οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία, σε συμφωνία με την ενωσιακή νομοθεσία.

Άρθρο 12

Τεχνική αρωγή

Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της σύμβασης, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται για την παροχή κατάλληλης και έγκαιρης τεχνικής και χρηματοοικονομικής αρωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, κατόπιν αιτήματος και εντός του πλαισίου των διαθέσιμων πόρων και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε χώρας, με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν πλήρως στις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση. Η αρωγή αυτή δύναται να διοχετευθεί επίσης μέσω περιφερειακών κέντρων όπως προσδιορίζονται στη σύμβαση, μη κυβερνητικών οργανισμών ή του Οργανισμού.

Άρθρο 13

Παρακολούθηση της εφαρμογής

1.   Με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/ΕΚ και 2007/2/ΕΚ, τα κράτη μέλη καταρτίζουν και δημοσιεύουν έκθεση η οποία περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων και πληροφοριών σχετικών με δράσεις επιβολής, παραβιάσεις και κυρώσεις·

β)

πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από κοινοποιήσεις οι οποίες παραλήφθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 5 παράγραφος 2 και του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο iv)·

γ)

πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τους απογραφικούς καταλόγους για τις εκλύσεις οι οποίοι καταρτίστηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1·

δ)

πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή σύμφωνα με τα εθνικά σχέδια εφαρμογής τα οποία καταρτίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2·

ε)

πληροφορίες σχετικά με την παρουσία στο περιβάλλον ουσιών που περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος III, όπως συγκεντρώθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 10·

στ)

ετήσια στοιχεία παρακολούθησης και στατιστικά στοιχεία σχετικά με την πραγματική ή κατ' εκτίμηση συνολική παρασκευή και διάθεση στην αγορά ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ, συμπεριλαμβανομένων σχετικών δεικτών, συγκεντρωτικών χαρτών και εκθέσεων.

Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν την έκθεση ετησίως εφόσον υπάρχουν νέα δεδομένα ή πληροφορίες, άλλως τουλάχιστον κάθε τρία έτη.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή και τον Οργανισμό πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) μέσω της πλατφόρμας πληροφοριών για την παρακολούθηση των χημικών ουσιών, αυτό επισημαίνεται από το εν λόγω κράτος μέλος στην έκθεσή του και θεωρείται ότι το κράτος μέλος έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε σχέση με την υποβολή εκθέσεων με βάση το εν λόγω στοιχείο.

Όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) περιέχονται στην έκθεση κράτους μέλους που παρέχεται στον Οργανισμό, ο Οργανισμός χρησιμοποιεί την πλατφόρμα πληροφοριών για την παρακολούθηση των χημικών ουσιών για τη συγκέντρωση, την αποθήκευση και την ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Για τις ουσίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση, η Επιτροπή, με τη στήριξη του Οργανισμού, εκπονεί, σε διαστήματα που προσδιορίζονται από τη διάσκεψη των μερών της σύμβασης, έκθεση με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στον Οργανισμό σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο στ) και τη διαβιβάζει στη γραμματεία της σύμβασης.

4.   Ο Οργανισμός καταρτίζει και δημοσιεύει ενωσιακή έκθεση επισκόπησης με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 τα οποία δημοσιεύονται ή κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη. Η ενωσιακή έκθεση επισκόπησης περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δείκτες για το παραγόμενο έργο, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις του παρόντος κανονισμού, ενωσιακούς χάρτες επισκόπησης και εκθέσεις των κρατών μελών. Η ενωσιακή έκθεση επισκόπηση επικαιροποιείται από τον Οργανισμό τουλάχιστον μία φορά κάθε έξι μήνες ή ύστερα από την παραλαβή σχετικού αιτήματος από την Επιτροπή.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά τις ελάχιστες πληροφορίες που θα πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των οικείων δεικτών, των χαρτών επισκόπησης και των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3.

Άρθρο 14

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβιάσεων των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη, σε περίπτωση που δεν το έχουν πράξει ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, κοινοποιούν τους εν λόγω κανόνες και μέτρα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 16 Ιουλίου 2020, και την ενημερώνουν αμέσως για τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις που τους αφορούν.

Άρθρο 15

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 18, για να τροποποιεί τα παραρτήματα I, II και IIIτου παρόντος κανονισμού ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις μεταβολές του καταλόγου ουσιών που παρατίθεται στα παραρτήματα της σύμβασης ή του πρωτοκόλλου, με το αιτιολογικό ότι η Ένωση υποστήριξε τη σχετική μεταβολή μέσω απόφασης του Συμβουλίου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ, ή να τροποποιεί τις υφιστάμενες καταχωρίσεις ή διατάξεις στα παραρτήματα I και II του παρόντος κανονισμού με στόχο την προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

Οσάκις η Επιτροπή τροποποιεί το παράρτημα Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, εκδίδει χωριστή κατ' εξουσιοδότηση πράξη για κάθε ουσία.

2.   Η Επιτροπή επανεξετάζει διαρκώς τα παραρτήματα IV και V και, κατά περίπτωση, υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις για να τροποποιεί αυτά τα παραρτήματα ούτως ώστε να προσαρμόζονται στις μεταβολές του καταλόγου ουσιών που παρατίθεται στα παραρτήματα της σύμβασης ή του πρωτοκόλλου, ή για να τροποποιεί τις υφιστάμενες καταχωρίσεις ή διατάξεις που περιέχονται στα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού με στόχο την προσαρμογή τους στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

Άρθρο 16

Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται από:

α)

επιδότηση από την Ένωση, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·

β)

οιαδήποτε εθελοντική εισφορά από τα κράτη μέλη.

2.   Τα έσοδα και οι δαπάνες για τις δραστηριότητες δυνάμει του παρόντος κανονισμού συνδυάζονται με τα έσοδα και τις δαπάνες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 649/2012 και εμφανίζονται στο ίδιο τμήμα του προϋπολογισμού του Οργανισμού. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 έσοδα του Οργανισμού χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 17

Υποδείγματα και λογισμικό για τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση πληροφοριών

Για τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση των δεδομένων από τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ο Οργανισμός σε συνεργασία με τα κράτη μέλη καθορίζει υποδείγματα και λογισμικό, τα οποία διαθέτει δωρεάν μέσω του οικείου δικτυακού τόπου. Όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων, τα κράτη μέλη και ο Οργανισμός καταρτίζουν υποδείγματα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/2/ΕΚ. Τα κράτη μέλη και τα λοιπά μέρη που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό χρησιμοποιούν τα εν λόγω υποδείγματα και το εν λόγω λογισμικό για τη διαχείριση των δεδομένων τους ή την ανταλλαγή δεδομένων με τον Οργανισμό.

Άρθρο 18

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 3, το άρθρο 10 παράγραφος 2 και το άρθρο 15 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 15 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3, του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 19

Αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρχές αρμόδιες για την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων και την επιβολή που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού. Ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τον ορισμό αυτόν το αργότερο τρεις μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν το έχει πράξει ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και ενημερώνει επίσης την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε αλλαγή διορισθείσας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 20

Διαδικασία επιτροπής

1.   Εκτός από την περίπτωση της οποίας γίνεται μνεία στην παράγραφος 2, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί με το άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Για ζητήματα που έχουν σχέση με απόβλητα, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή η οποία έχει συσταθεί με το άρθρο 39 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 21

Κατάργηση

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 850/2004 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VII.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 367 της 10.10.2018, σ. 93.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7).

(4)  ΕΕ L 81 της 19.3.2004, σ. 37.

(5)  ΕΕ L 209 της 31.7.2006, σ. 3.

(6)  ΕΕ L 63 της 6.3.2003, σ. 29.

(7)  ΕΕ L 39 της 16.2.1993, σ. 3.

(8)  ΕΕ L 142 της 2.6.2017, σ. 4.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 528/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (ΕΕ L 167 της 27.6.2012, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 649/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 60).

(14)  Απόφαση 2014/955/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2000/532/ΕΚ όσον αφορά τον κατάλογο των αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 370 της 30.12.2014, σ. 44).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

(17)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(18)  ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 171.

(19)  Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).

(20)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(22)  Οδηγία 2012/18/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(24)  Οδηγία 96/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, για τη διάθεση των πολυχλωροδιφαινυλίων και των πολυχλωροτριφαινυλίων (PCB/PCT) (ΕΕ L 243 της 24.9.1996, σ. 31).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Μέρος Α

Ουσίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση και στο πρωτόκολλο και ουσίες που περιλαμβάνονται μόνο στο πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Ειδική εξαίρεση για ενδιάμεση χρήση ή άλλη ειδική διάταξη

Τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρας

C12H6Br4O

40088-47-9 και λοιποί

254-787-2 και λοιποί

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα που ενυπάρχει σε ουσίες σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς των καταχωρίσεων που αφορούν τον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο άθροισμα της συγκέντρωσης των εν λόγω ουσιών μέχρι 500 mg/kg, όταν ενυπάρχουν σε μείγματα ή αντικείμενα, με την επιφύλαξη επανεξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή έως τις 16 Ιουλίου 2021. Κατά την επανεξέταση αυτή αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, όλες οι σχετικές επιπτώσεις όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

3.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπεται η παρασκευή, διάθεση στην αγορά και χρήση:

ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

4.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που περιέχουν τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ένωση πριν από τις 25 Αυγούστου 2010. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας

C12H5Br5O

32534-81-9 και λοιποί

251-084-2 και λοιποί

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα που ενυπάρχει σε ουσίες σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς των καταχωρίσεων που αφορούν τον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο άθροισμα της συγκέντρωσης των εν λόγω ουσιών μέχρι 500 mg/kg, όταν ενυπάρχουν σε μείγματα ή αντικείμενα, με την επιφύλαξη επανεξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή έως τις 16 Ιουλίου 2021. Κατά την επανεξέταση αυτή αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, όλες οι σχετικές επιπτώσεις όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

3.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπεται η παρασκευή, διάθεση στην αγορά και χρήση:

ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/65/ΕΕ.

4.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που περιέχουν πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ένωση πριν από τις 25 Αυγούστου 2010. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρας

C12H4Br6O

36483-60-0 και λοιποί

253-058-6 και λοιποί

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα που ενυπάρχει σε ουσίες σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς των καταχωρίσεων που αφορούν τον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο άθροισμα της συγκέντρωσης των εν λόγω ουσιών μέχρι 500 mg/kg, όταν ενυπάρχουν σε μείγματα ή αντικείμενα, με την επιφύλαξη επανεξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή έως τις 16 Ιουλίου 2021. Κατά την επανεξέταση αυτή αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, όλες οι σχετικές επιπτώσεις όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

3.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπεται η παρασκευή, διάθεση στην αγορά και χρήση:

ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/65/ΕΕ.

4.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που περιέχουν εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ένωση πριν από τις 25 Αυγούστου 2010. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Επταβρωμοδιφαινυλαιθέρας

C12H3Br7O

68928-80-3 και λοιποί

273-031-2 και λοιποί

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα που ενυπάρχει σε ουσίες σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς των καταχωρίσεων που αφορούν τον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο άθροισμα της συγκέντρωσης των εν λόγω ουσιών μέχρι 500 mg/kg, όταν ενυπάρχουν σε μείγματα ή αντικείμενα, με την επιφύλαξη επανεξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή έως τις 16 Ιουλίου 2021. Κατά την επανεξέταση αυτή αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, όλες οι σχετικές επιπτώσεις όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

3.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπεται η παρασκευή, διάθεση στην αγορά και χρήση:

ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/65/ΕΕ.

4.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που περιέχουν επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ένωση πριν από τις 25 Αυγούστου 2010. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Δις(πενταβρωμοφαινυλικός) αιθέρας (δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας· decaBDE)

1163-19-5

214-604-9

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα που ενυπάρχει σε ουσίες σε σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς των καταχωρίσεων που αφορούν τον τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, τον επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και τον δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο άθροισμα των συγκεντρώσεων των εν λόγω ουσιών μέχρι 500 mg/kg, όταν ενυπάρχουν σε μείγματα ή αντικείμενα, με την επιφύλαξη επανεξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή έως τις 16 Ιουλίου 2021. Κατά την επανεξέταση αυτή αξιολογούνται, μεταξύ άλλων, όλες οι σχετικές επιπτώσεις όσον αφορά την υγεία και το περιβάλλον.

3.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπονται η παρασκευή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση του δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα για τους ακόλουθους σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη θα υποβάλουν έκθεση στην Επιτροπή έως τον Δεκέμβριο 2019 σύμφωνα με τη σύμβαση:

α)

στην κατασκευή αεροσκάφους, βάσει αίτησης έγκρισης που έχει υποβληθεί πριν από τις 2 Μαρτίου 2019 και έχει παραληφθεί πριν από τον Δεκέμβριο 2022, έως τις 18 Δεκεμβρίου 2023, ή, σε περίπτωση που η συνεχιζόμενη ανάγκη δικαιολογείται, έως τις 2 Μαρτίου 2027·

β)

στην κατασκευή ανταλλακτικών για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

αεροσκάφος, βάσει αίτησης έγκρισης που έχει υποβληθεί πριν από τις 2 Μαρτίου 2019 και έχει παραληφθεί πριν από τον Δεκέμβριο 2022, που κατασκευάσθηκε πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 2023, ή, σε περίπτωση που η συνεχιζόμενη ανάγκη δικαιολογείται, που κατασκευάσθηκε πριν από τις 2 Μαρτίου 2027, μέχρι το τέλος της ωφέλιμης ζωής του εν λόγω αεροσκάφους·

ii)

μηχανοκίνητα οχήματα, εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2007/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), που έχουν κατασκευαστεί πριν από τις 15 Ιουλίου 2019, είτε μέχρι το 2036 είτε μέχρι το τέλος της ωφέλιμης ζωής των εν λόγω μηχανοκίνητων οχημάτων, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη·

γ)

ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/65/ΕΕ.

4.

Οι ειδικές εξαιρέσεις για τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιούνται σε μηχανοκίνητα οχήματα, μνεία των οποίων γίνεται στο σημείο 2 στοιχείο β) σημείο ii), ισχύουν για την παρασκευή και τη χρήση εμπορικού δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα που εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

σύστημα μετάδοσης κίνησης και εφαρμογές «κάτω από το καπό» όπως καλώδια μπαταρίας, καλώδια ενδοσύνδεσης μπαταρίας, σωλήνας κινητών κλιματιστικών (MAC), συστήματα μετάδοσης κίνησης, δακτύλιοι πολλαπλής εξαγωγής, μόνωση «κάτω από το καπό», καλωδίωση και πλεξούδες καλωδίων «κάτω από το καπό» (καλωδίωση κινητήρα, κ.λπ.), αισθητήρες ταχύτητας, εύκαμπτοι σωλήνες, ανεμιστήρες και αισθητήρες κρουστικής καύσης·

β)

εφαρμογές συστήματος καυσίμου, όπως σωληνάκια καυσίμου, δεξαμενές καυσίμου και δεξαμενές καυσίμου κάτω από το αμάξωμα·

γ)

είδη πυροτεχνίας και εφαρμογές που επηρεάζονται από είδη πυροτεχνίας όπως καλώδια ανάφλεξης αερόσακκων, καλύμματα/υφάσματα καθισμάτων (μόνο εάν σχετίζονται με τον αερόσακκο) και αερόσακκοι (εμπρόσθιοι και πλευρικοί).

5.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από τις 15 Ιουλίου 2019 στην Ένωση και τα οποία περιέχουν δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

6.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων ενωσιακών διατάξεων για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση ουσιών και μειγμάτων, το αντικείμενο, στο οποίο χρησιμοποιείται ο δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας αναγνωρίζεται με επισήμανση ή άλλα μέσα καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του.

7.

Η διάθεση στην αγορά και η χρήση αντικειμένων που περιέχουν δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα και εισάγονται για τους σκοπούς των ειδικών εξαιρέσεων του σημείου 2 επιτρέπονται έως τη λήξη αυτών των εξαιρέσεων. Το σημείο 6 εφαρμόζεται ως εάν αυτά τα αντικείμενα έχουν παραχθεί σύμφωνα με την εξαίρεση του σημείου 2. Τα εν λόγω αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ήδη έως την ημερομηνία λήξης της σχετικής εξαίρεσης μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται.

8.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης ως «αεροσκάφος» νοούνται τα ακόλουθα:

α)

πολιτικό αεροσκάφος το οποίο έχει παραχθεί σύμφωνα με πιστοποιητικό τύπου που έχει εκδοθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ή με έγκριση σχεδιασμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους εθνικούς κανονισμούς συμβαλλόμενου μέλους της ΔΟΠΑ, ή για το οποίο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό αξιοπλοΐας από συμβαλλόμενο κράτος της ΔΟΠΑ σύμφωνα με το παράρτημα 8 της Σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία·

β)

στρατιωτικό αεροσκάφος.

Υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (PFOS)

C8F17SO2X

[X = OH, μεταλλικό άλας (O-M+), αλογονίδιο, αμίδιο και λοιπά παράγωγα, συμπεριλαμβανομένων των πολυμερών]

1763-23-1

2795-39-3

29457-72-5

29081-56-9

70225-14-8

56773-42-3

251099-16-8

4151-50-2

31506-32-8

1691-99-2

24448-09-7

307-35-7 και λοιποί

217-179-8

220-527-1

249-644-6

249-415-0

274-460-8

260-375-3

223-980-3

250-665-8

216-887-4

246-262-1

206-200-6 και λοιποί

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στα PFOS που ενυπάρχουν σε ουσίες ή μείγματα σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 10 mg/kg (0,001 % κατά βάρος).

2.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στα PFOS που περιέχονται σε ημιτελή προϊόντα ή αντικείμενα ή μέρη αυτών, εάν η συγκέντρωση των PFOS είναι χαμηλότερη από 0,1 % κατά βάρος, υπολογιζόμενη επί της μάζας των διακριτών σε επίπεδο δομής ή μικροδομής μερών που περιέχουν PFOS ή, στην περίπτωση των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ή άλλων επιχρισμένων υλικών, εάν η ποσότητα των PFOS είναι χαμηλότερη από 1 μg/m2 του επιχρισμένου υλικού.

3.

Επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που περιέχουν PFOS και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ένωση πριν από τις 25 Αυγούστου 2010. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

4.

Εάν ελαχιστοποιείται η ποσότητα που εκλύεται στο περιβάλλον, επιτρέπεται η παρασκευή και διάθεση στην αγορά για τις ακόλουθες ειδικές χρήσεις, υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη υποβάλλουν ανά τετραετία στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εξάλειψης των PFOS:

καταστολείς όξινης αχλύος για μη διακοσμητική σκληρή επιχρωμίωση (με εξασθενές χρώμιο) σε συστήματα κλειστού βρόχου·

Όταν αυτή η παρέκκλιση αφορά την παραγωγή ή τη χρήση σε εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), εφαρμόζονται οι σχετικές βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές για την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση των εκπομπών PFOS, οι οποίες περιγράφονται στις πληροφορίες που δημοσιεύει η Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2008/1/ΕΚ.

Μόλις προκύψουν νέα στοιχεία σχετικά με τις λεπτομέρειες των χρήσεων και με ασφαλέστερες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες, η Επιτροπή επανεξετάζει την παρέκκλιση του δεύτερου εδαφίου έτσι ώστε:

α)

να καταργούνται σταδιακά οι χρήσεις PFOS, όταν η εφαρμογή ασφαλέστερων εναλλακτικών λύσεων γίνεται εφικτή από τεχνική και οικονομική άποψη,

β)

η συνέχιση των παρεκκλίσεων να είναι δυνατή μόνο για βασικές χρήσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις και εφόσον έχουν αναφερθεί σε εκθέσεις οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εξεύρεση ασφαλέστερων εναλλακτικών λύσεων,

γ)

να ελαχιστοποιείται η έκλυση PFOS στο περιβάλλον, με την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.

5.

Τα πρότυπα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) χρησιμοποιούνται ως αναλυτικές μέθοδοι δοκιμών για να καταδεικνύεται ότι οι ουσίες, τα μείγματα και τα αντικείμενα είναι σύμφωνα με τα σημεία 1 και 2. Αντί των προτύπων CEN μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε άλλη αναλυτική μέθοδος για την οποία ο χρήστης είναι σε θέση να αποδείξει ισοδύναμες επιδόσεις.

DDT [1,1,1-τριχλωρο-2,2-δις(4-χλωροφαινυλ)αιθάνιο]

50-29-3

200-024-3

Χλωρδάνιο (chlordane)

57-74-9

200-349-0

Εξαχλωροκυκλοεξάνια, συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου

58-89-9

200-401-2

319-84-6

206-270-8

319-85-7

206-271-3

608-73-1

210-168-9

Διελδρίνη

60-57-1

200-484-5

Ενδρίνη

72-20-8

200-775-7

Επταχλώριο

76-44-8

200-962-3

Endosulfan

115-29-7

959-98-8

33213-65-9

204-079-4

1.

Επιτρέπονται η διάθεση στην αγορά και η χρήση αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από ή κατά τη 10η Ιουλίου 2012 και τα οποία περιέχουν endosulfan.

2.

Στα αντικείμενα που αναφέρονται στο σημείο 1 εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Εξαχλωροβενζόλιο

118-74-1

204-273-9

Χλωρδεκόνη (chlordecone)

143-50-0

205-601-3

Αλδρίνη

309-00-2

206-215-8

Πενταχλωροβενζόλιο

608-93-5

210-172-0

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

1336-36-3 και λοιποί

215-648-1 και λοιποί

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 96/59/ΕΚ, επιτρέπεται η χρήση αντικειμένων που ήδη χρησιμοποιούνταν κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Τα κράτη μέλη εντοπίζουν και απομακρύνουν από τη χρήση εξοπλισμό (π.χ. μετασχηματιστές, πυκνωτές ή άλλα δοχεία που περιέχουν ποσότητες υγρών) που περιέχει περισσότερο από 0,005 % PCB και ποσότητες μεγαλύτερες από 0,05 dm3, το συντομότερο δυνατόν, αλλά όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

Mirex

2385-85-5

219-196-6

Τοξαφένιο (toxaphene)

8001-35-2

232-283-3

Εξαβρωμοδιφαινύλιο

36355-01-8

252-994-2

1 Εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο

Ως «εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο» νοείται: το εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, το 1,2,5,6,9,10-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και τα κυριότερα διαστερεοϊσομερή του: α-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, β-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και γ-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο

25637-99-4,

3194-55-6,

134237-50-6,

134237-51-7,

134237-52-8

247-148-4,

221-695-9

1.

Για τους σκοπούς της παρούσας καταχώρισης, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) εφαρμόζεται στο εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, σε συγκέντρωση ίση ή μικρότερη των 100 mg/kg (0,01 % κατά βάρος), όταν υπάρχει σε ουσίες, μείγματα, αντικείμενα ή ως συστατικό των φλογοεπιβραδυντικών αντικειμένων, με την επιφύλαξη επανεξέτασης από την Επιτροπή έως τις 22 Μαρτίου 2019.

2.

Αντικείμενα διογκωμένου πολυστυρενίου που περιέχουν εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο ήδη σε χρήση σε κτίρια πριν από τις 21 Φεβρουαρίου 2018, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/293 της Επιτροπής (5) και την εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής αριθ. 2016/C 12/06 (6), και αντικείμενα εξελασμένου πολυστυρενίου που περιέχουν εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη σε κτίρια πριν από τις 23 Ιουνίου 2016 μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται. Στα αντικείμενα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

3.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων ενωσιακών διατάξεων για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση ουσιών και μειγμάτων, το διογκωμένο πολυστυρένιο, που διατέθηκε στην αγορά μετά την 23η Μαρτίου 2016, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε το εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο αναγνωρίζεται με επισήμανση ή άλλα μέσα καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του.

Εξαχλωροβουταδιένιο

87-68-3

201-765-5

1.

Επιτρέπονται η διάθεση στην αγορά και η χρήση αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από ή κατά τη 10η Ιουλίου 2012 και τα οποία περιέχουν εξαχλωροβουταδιένιο.

2.

Στα αντικείμενα που αναφέρονται στο σημείο 1 εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Πενταχλωροφαινόλη και τα άλατα και οι εστέρες της

87-86-5 και λοιποί

201-778-6 και λοιποί

 

Πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια (7)

70776-03-3 και λοιποί

274-864-4 και λοιποί

1.

Επιτρέπονται η διάθεση στην αγορά και η χρήση αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από ή κατά τη 10η Ιουλίου 2012 και τα οποία περιέχουν πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια.

2.

Στα αντικείμενα που αναφέρονται στο σημείο 1 εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Χλωροαλκάνια C10-C13 (χλωριωμένες παραφίνες μικρής αλυσίδας) (SCCP)

85535-84-8 και λοιποί

287-476-5

1.

Κατά παρέκκλιση, επιτρέπονται η παρασκευή, η διάθεση στην αγορά και η χρήση ουσιών ή μειγμάτων που περιέχουν SCCP σε συγκέντρωση μικρότερη του 1 % κατά βάρος ή αντικειμένων που περιέχουν SCCP συγκέντρωση μικρότερη του 0,15 % κατά βάρος.

2.

Η χρήση επιτρέπεται για:

α)

ταινιόδρομους στην εξορυκτική βιομηχανία και σφραγιστικά υλικά για φράγματα που περιέχουν SCCP και που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από ή κατά την 4η Δεκεμβρίου 2015· και

β)

αντικείμενα που περιέχουν χλωριωμένες παραφίνες μικρής αλυσίδας (SCCP) εκτός από αυτά που αναφέρονται στο στοιχείο α) και χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από ή κατά τη 10η Ιουλίου 2012.

3.

Στα αντικείμενα που αναφέρονται στο σημείο 2 εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο.

Μέρος Β

Ουσίες που περιλαμβάνονται μόνο στο πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Ειδική εξαίρεση για ενδιάμεση χρήση ή άλλη ειδική διάταξη

 

 

 

 


(1)  Οδηγία 2011/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 88).

(2)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (Οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2008 Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 19.3.2008, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (Κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 8).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/293 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2016, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους έμμονους οργανικούς ρύπους, όσον αφορά το παράρτημα I (ΕΕ L 55 της 2.3.2016, σ. 4).

(6)  ΕΕ C 10 της 13.1.2016, σ. 3.

(7)  Ως πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια νοούνται οι χημικές ενώσεις που έχουν ως βάση το σύστημα δακτυλίων του ναφθαλινίου και στις οποίες ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου έχουν υποκατασταθεί από άτομα χλωρίου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ

Μέρος Α

Ουσίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση και το πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Προϋποθέσεις περιορισμών

 

 

 

 

Μέρος Β

Ουσίες που περιλαμβάνονται μόνο στο πρωτόκολλο

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Προϋποθέσεις περιορισμών

 

 

 

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΥΣΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΛΥΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ A

Ουσία (αριθ. CAS)

Πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και διβενζοφουράνια (PCDD/PCDF)

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

ΜΕΡΟΣ B

Εξαχλωροβενζόλιο (HCB) (αριθ. CAS 118-74-1)

Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH) (1)

Πενταχλωροβενζόλιο (αριθ. CAS: 608-93-5)

Εξαχλωροβουταδιένιο (αριθ. CAS: 87-68-3)

Πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια (αριθ. CAS: 70776-03-3 και λοιποί)


(1)  Για τον σκοπό απογραφής των ρύπων, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι τέσσερις δείκτες ενώσεων: βενζο(α)πυρένιο, βενζο(β)φλουροανθένιο, βενζο(κ)φλουροανθένιο και ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος ουσιών οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 7 για τη διαχείριση αποβλήτων

Ουσία

Αριθ. CAS

Αριθ. ΕΚ

Οριακή τιμή συγκέντρωσης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Ενδοσουλφάνη (Endosulfan)

115-29-7

959-98-8

33213-65-9

204-079-4

50 mg/kg

Εξαχλωροβουταδιένιο

87-68-3

201-765-5

100 mg/kg

Πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια (1)

 

 

10 mg/kg

Χλωροαλκάνια C10-C13 (χλωριωμένες παραφίνες μικρής αλυσίδας) (SCCPs)

85535-84-8

287-476-5

10 000 mg/kg

Τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρας C12H6Br4O

40088-47-9 και λοιποί

254-787-2 και λοιποί

Άθροισμα των συγκεντρώσεων τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα, πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα, εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα, επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα και δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρα: 1 000 mg/kg.

Η Επιτροπή επανεξετάζει το εν λόγω όριο συγκέντρωσης και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις Συνθήκες, εγκρίνει νομοθετική πρόταση για τη μείωση της εν λόγω τιμής στα 500 mg/kg. Η Επιτροπή διενεργεί αυτή την επανεξέταση το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από τις 16 Ιουλίου 2021.

Πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας C12H5Br5O

32534-81-9 και λοιποί

251-084-2 και λοιποί

Εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρας C12H4Br6O

36483-60-0 και λοιποί

253-058-6 και λοιποί

Επταβρωμοδιφαινυλαιθέρας C12H3Br7O

68928-80-3 και λοιποί

273-031-2 και λοιποί

Δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρας C12Br10O

1163-19-5 και λοιποί

214-604-9 και λοιποί

Υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (PFOS) C8F17SO2X

[X = OH, μεταλλικό άλας (O-M+), αλογονίδιο, αμίδιο και λοιπά παράγωγα, συμπεριλαμβανομένων των πολυμερών]

1763-23-1

2795-39-3

29457-72-5

29081-56-9

70225-14-8

56773-42-3

251099-16-8

4151-50-2

31506-32-8

1691-99-2

24448-09-7

307-35-7 και λοιποί

217-179-8

220-527-1

249-644-6

249-415-0

274-460-8

260-375-3

223-980-3

250-665-8

216-887-4

246-262-1

206-200-6 και λοιποί

50 mg/kg

Πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και διβενζοφουράνια (PCDD/PCDF)

 

 

15 μg/kg (2)

DDT (1,1,1-τριχλωρο-2,2-δις(4-χλωροφαινυλ)αιθάνιο)

50-29-3

200-024-3

50 mg/kg

Χλωρδάνιο

57-74-9

200-349-0

50 mg/kg

Εξαχλωροκυκλοεξάνια, συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου

58-89-9

319-84-6

319-85-7

608-73-1

210-168-9

200-401-2

206-270-8

206-271-3

50 mg/kg

Διελδρίνη

60-57-1

200-484-5

50 mg/kg

Ενδρίνη

72-20-8

200-775-7

50 mg/kg

Επταχλώριο

76-44-8

200-962-3

50 mg/kg

Εξαχλωροβενζόλιο

118-74-1

204-273-9

50 mg/kg

Χλωρδεκόνη (chlordecone)

143-50-0

205-601-3

50 mg/kg

Αλδρίνη

309-00-2

206-215-8

50 mg/kg

Πενταχλωροβενζόλιο

608-93-5

210-172-0

50 mg/kg

Πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB)

1336-36-3 και λοιποί

215-648-1

50 mg/kg (3)

Mirex

2385-85-5

219-196-6

50 mg/kg

Τοξαφένιο

8001-35-2

232-283-3

50 mg/kg

Εξαβρωμοδιφαινύλιο

36355-01-8

252-994-2

50 mg/kg

Εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (4)

25637-99-4,

3194-55-6,

134237-50-6,

134237-51-7,

134237-52-8

247-148-4

221-695-9

1 000 mg/kg, με την επιφύλαξη επανεξέτασης από την Επιτροπή έως τις 20 Απριλίου 2019


(1)  Ως πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια νοούνται οι χημικές ενώσεις που έχουν ως βάση το σύστημα δακτυλίων του ναφθαλινίου και στις οποίες ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου έχουν υποκατασταθεί από άτομα χλωρίου.

(2)  Η οριακή τιμή υπολογίζεται ως PCDD και PCDF σύμφωνα με τους ακόλουθους συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας (TEF):

PCDD

TEF

 

PCDF

TEF

 

PCDD

TEF

2,3,7,8-TeCDD

1

 

2,3,7,8-TeCDF

0,1

 

1,2,3,6,7,8-HxCDF

0,1

1,2,3,7,8-PeCDD

1

 

1,2,3,7,8-PeCDF

0,03

 

1,2,3,7,8,9-HxCDF

0,1

1,2,3,4,7,8-HxCDD

0,1

 

2,3,4,7,8-PeCDF

0,3

 

2,3,4,6,7,8-HxCDF

0,1

1,2,3,6,7,8-HxCDD

0,1

 

1,2,3,4,7,8-HxCDF

0,1

 

1,2,3,4,6,7,8-HpCDF

0,01

1,2,3,7,8,9-HxCDD

0,1

 

 

 

 

1,2,3,4,7,8,9-HpCDF

0,01

1,2,3,4,6,7,8-HpCDD

0,01

 

 

 

 

OCDF

0,0003

OCDD

0,0003

 

 

 

 

 

 

(3)  Εφαρμόζεται η μέθοδος υπολογισμού που καθορίζεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ΕΝ 12766 και ΕΝ 12766-2.

(4)  Ως «εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο» νοείται το εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, το 1,2,5,6,9,10-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και τα κυριότερα διαστερεοϊσομερή του: το α-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, το β-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και το γ-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Μέρος 1

Διάθεση και ανάκτηση βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2

Οι ακόλουθες εργασίες διάθεσης και ανάκτησης, όπως προβλέπονται στα παραρτήματα I και II της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, επιτρέπονται για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 2 όταν εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι το περιεχόμενο σε έμμονους οργανικούς ρύπους καταστρέφεται ή μετατρέπεται αμετακλήτως:

D9

φυσικοχημική επεξεργασία,

D10

καύση στο έδαφος.

R1

χρήση κυρίως ως καυσίμου ή άλλου μέσου παραγωγής ενέργειας, εκτός από τα απόβλητα που περιέχουν πολυχλωριωμένα διφαινύλια.

R4

Ανακύκλωση/ποιοτική αποκατάσταση μετάλλων και ενώσεων μετάλλων, υπό τους ακόλουθους όρους: Οι εργασίες περιορίζονται σε υπολείμματα διεργασιών παραγωγής σιδήρου και χάλυβα, όπως σκόνες και λάσπες από την επεξεργασία των απαερίων ή καλαμίνα ή σκόνες φίλτρων χαλυβουργείων οι οποίες περιέχουν ψευδάργυρο, σκόνες από συστήματα καθαρισμού απαερίων χυτηρίων χαλκού, καθώς και σε ανάλογα απόβλητα και μολυβδούχα υπολείμματα απόπλυσης από την παραγωγή μη σιδηρούχων μετάλλων. Εξαιρούνται τα απόβλητα που περιέχουν PCB. Οι εργασίες περιορίζονται σε διεργασίες ανάκτησης σιδήρου και σιδηροκραμάτων (υψικάμινος, φρεατώδης κάμινος και κάμινος ανοικτής πυράς) και μη σιδηρούχων μετάλλων (διεργασία περιστροφικού κλιβάνου Waelz, διεργασίες τήξης σε λουτρό με κατακόρυφους ή οριζόντιους κλιβάνους), με την προϋπόθεση ότι οι εγκαταστάσεις τηρούν, ως ελάχιστες απαιτήσεις, τις οριακές τιμές εκπομπών PCDD και PCDF που καθορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), έστω και αν οι διεργασίες δεν υπόκεινται στην οδηγία αυτή, και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων της οδηγίας.

Η εργασία προεπεξεργασίας πριν από την καταστροφή ή την αμετάκλητη τροποποίηση σύμφωνα με το παρόν μέρος του παρόντος παραρτήματος μπορεί να διενεργείται υπό τον όρο ότι μια ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα IV η οποία απομονώνεται από τα απόβλητα κατά την προεπεξεργασία διατίθεται μεταγενεστέρως σύμφωνα με το παρόν μέρος του παρόντος παραρτήματος. Σε περίπτωση που μόνο τμήμα του προϊόντος ή των αποβλήτων, όπως των αποβλήτων εξοπλισμού, περιέχει ή έχει μολυνθεί από έμμονος οργανικούς ρύπους, το τμήμα αυτό διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και στη συνέχεια διατίθεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Επιπροσθέτως, εργασίες ανασυσκευασίας και προσωρινής αποθήκευσης μπορεί να διενεργούνται πριν από τέτοια προεπεξεργασία ή πριν από την καταστροφή ή αμετάκλητη τροποποίηση σύμφωνα με το παρόν μέρος του παρόντος παραρτήματος.

Μέρος 2

Απόβλητα και εργασίες στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Οι ακόλουθες εργασίες επιτρέπονται για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) όσον αφορά τα ειδικά απόβλητα, που προσδιορίζονται από εξαψήφιο κωδικό, όπως έχουν ταξινομηθεί στην απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής (2).

Οι εργασίες προεπεξεργασίας που προηγούνται της μόνιμης αποθήκευσης δυνάμει του παρόντος μέρους του παρόντος παραρτήματος δύνανται να διεξαχθούν, υπό την προϋπόθεση ότι ουσία εγγεγραμμένη στο παράρτημα IV που είναι απομονωμένη από τα απόβλητα κατά την προεπεξεργασία, διατίθεται μεταγενέστερα σύμφωνα με το μέρος 1 του παρόντος παραρτήματος. Επιπλέον, οι εργασίες ανασυσκευασίας και προσωρινής αποθήκευσης δύνανται να πραγματοποιούνται πριν από την εν λόγω προεπεξεργασία ή πριν από την μόνιμη αποθήκευση, βάσει του παρόντος μέρους του παρόντος παραρτήματος.

Απόβλητα όπως έχουν ταξινομηθεί στην απόφαση 2000/532/ΕΚ

Μέγιστες οριακές τιμές συγκέντρωσης για τις ουσίες που παρατίθενται στο παράρτημα IV (3)

Εργασία

10

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΘΕΡΜΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ

Χλωροαλκάνια C10-C13 (χλωριωμένες παραφίνες μικρής αλυσίδας) (SCCP): 10 000 mg/kg·

 

αλδρίνη: 5 000 mg/kg·

 

χλωρδάνιο: 5 000 mg/kg·

 

χλωρδεκόνη (chlordecone): 5 000 mg/kg·

 

DDT [1,1,1-τριχλωρο-2,2-δις(4-χλωροφαινυλ)αιθάνιο]: 5 000 mg/kg·

 

διελδρίνη: 5 000 mg/kg·

 

endosulfan: 5 000 mg/kg

 

ενδρίνη: 5 000 mg/kg·

 

επταχλώριο: 5 000 mg/kg·

 

εξαβρωμοδιφαινύλιο: 5 000 mg/kg·

 

εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο (5): 1 000 mg/kg·

 

εξαχλωροβενζόλιο: 5 000 mg/kg·

 

εξαχλωροβουταδιένιο: 1 000 mg/kg·

 

εξαχλωροκυκλοεξάνια, συμπεριλαμβανομένου του λινδανίου: 5 000 mg/kg·

 

mirex: 5 000 mg/kg·

 

πενταχλωροβενζόλιο: 5 000 mg/kg·

 

υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (PFOS) (C8F17SO2X) [X = OH, μεταλλικό άλας (O-M+), αλογονίδιο, αμίδιο και άλλα παράγωγα, συμπεριλαμβανομένων των πολυμερών]: 50 mg/kg·

 

πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) (8): 50 mg/kg;

 

πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και διβενζοφουράνια (PCDD/PCDF):5 mg/kg;

 

πολυχλωριωμένα ναφθαλίνια (*): 1 000 mg/kg;

 

άθροισμα των συγκεντρώσεων τετραβρωμοδιφαινυλαιθέρα (C12H6Br4O), πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (C12H5Br5O), εξαβρωμοδιφαινυλαιθέρα (C12H4Br6O) και επταβρωμοδιφαινυλαιθέρα (C12H3Br7O): 10 000 mg/kg·

 

τοξαφένιο: 5 000 mg/kg.

Η μόνιμη αποθήκευση επιτρέπεται μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.

Η αποθήκευση πραγματοποιείται σε έναν από τους ακόλουθους χώρους:

ασφαλείς, βαθείς, υπόγειοι σχηματισμοί σκληρών πετρωμάτων,

αλατωρυχεία,

χώρος υγειονομικής ταφής για επικίνδυνα απόβλητα, υπό τον όρο ότι τα απόβλητα είναι στερεοποιημένα ή εν μέρει σταθεροποιημένα, εφόσον είναι τεχνικά εφικτό, όπως απαιτείται για την ταξινόμηση των αποβλήτων στο υποκεφάλαιο 19 03 της απόφασης 2000/532/ΕΚ.

2.

Έχουν τηρηθεί οι διατάξεις της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου (6) και της απόφασης 2003/33/ΕΚ του Συμβουλίου (7).

3.

Έχει αποδειχθεί ότι η επιλεγείσα εργασία είναι περιβαλλοντικά προτιμητέα.

10 01

Απόβλητα από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής ή άλλες εγκαταστάσεις καύσης (εκτός από το κεφάλαιο 19)

10 01 14 * (4)

Τέφρα κλιβάνου, σκωρία και σκόνη λέβητα από συναποτέφρωση, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 01 16 *

Ιπτάμενη τέφρα από συναποτέφρωση, που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 02

Απόβλητα από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα

10 02 07 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 03

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία αλουμινίου

10 03 04 *

Ιπτάμενη τέφρα από συναποτέφρωση, που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 03 08 *

Απόβλητα από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα

10 03 09 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 03 19 *

Σκόνη καπναερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 03 21 *

Άλλα σωματίδια και σκόνη (συμπεριλαμβάνεται η σκόνη σφαιρομύλου), που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 03 29

Απόβλητα από την επεξεργασία αλατωδών σκωριών και μαύρων επιπλεουσών σκωριών, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

10 04

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία μολύβδου

10 04 01 *

Σκωρίες πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 04 02 *

Επιπλέουσες σκωρίες και εξαφρίσματα πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 04 04 *

Σκόνη καπναερίων

10 04 05 *

Άλλα σωματίδια και σκόνη

10 04 06 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 05

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία ψευδαργύρου

10 05 03 *

Σκόνη καπναερίων

10 05 05 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 06

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία χαλκού

10 06 03 *

Σκόνη καπναερίων

10 06 06 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

10 08

Απόβλητα από τη θερμική μεταλλουργία άλλων μη σιδηρούχων μετάλλων

10 08 08 *

Αλατώδεις σκωρίες πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής

10 08 15 *

Σκόνη καπναερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

10 09

Απόβλητα από τη χύτευση σιδηρούχων τεμαχίων

10 09 09 *

Σκόνη καπναερίων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

16

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΩΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ

16 11

Απόβλητα υλικών επένδυσης και πυρίμαχων υλικών

16 11 01 *

Ανθρακούχα υλικά επένδυσης και πυρίμαχα υλικά από μεταλλουργικές διεργασίες, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

16 11 03 *

Άλλα υλικά επένδυσης και πυρίμαχα υλικά από μεταλλουργικές διεργασίες, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΕΚΣΚΑΦΗΣ ΑΠΟ ΜΟΛΥΣΜΕΝΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ)

17 01

Σκυρόδεμα, τούβλα, κεραμίδια και κεραμικά πλακίδια

17 01 06 *

Μείγματα ή επιμέρους συστατικά από σκυρόδεμα, τούβλα, κεραμίδια και κεραμικά πλακίδια, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17 05

Χώμα (συμπεριλαμβανομένου του χώματος εκσκαφής από μολυσμένες τοποθεσίες), πέτρες και υλικά από βυθοκόρηση

17 05 03 *

Χώμα και πέτρες που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

17 09

Άλλα απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων

17 09 02 *

Απόβλητα δομικών κατασκευών και κατεδαφίσεων που περιέχουν PCB, με εξαίρεση τον εξοπλισμό που περιέχει PCB

17 09 03 *

Άλλα απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων (συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων αποβλήτων) που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

19

ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΑΠΟ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΛΥΜΑΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΝΕΡΟΥ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

19 01

Απόβλητα από την καύση ή πυρόλυση αποβλήτων

19 01 07 *

Στερεά απόβλητα από την επεξεργασία αερίων

19 01 11 *

Τέφρα και σκωρία κλιβάνου, που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες

19 01 13 *

Ιπτάμενη τέφρα που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

19 01 15 *

Σκόνη λεβήτων που περιέχει επικίνδυνες ουσίες

19 04

Υαλοποιημένα απόβλητα και απόβλητα από διεργασίες υαλοποίησης

19 04 02 *

Ιπτάμενη τέφρα και άλλα απόβλητα επεξεργασίας καπναερίων

19 04 03 *

Μη υαλοποιημένη στερεή φάση

Οι μέγιστες οριακές τιμές συγκέντρωσης για τις πολυχλωριωμένες διβενζο-p-διοξίνες και τα διβενζοφουράνια (PCDD και PCDF) πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τους ακόλουθους συντελεστές τοξικής ισοδυναμίας (TEF):

PCDD

TEF

2,3,7,8-TeCDD

1

1,2,3,7,8-PeCDD

1

1,2,3,4,7,8-HxCDD

0,1

1,2,3,6,7,8-HxCDD

0,1

1,2,3,7,8,9-HxCDD

0,1

1,2,3,4,6,7,8-HpCDD

0,01

OCDD

0,0003

PCDF

TEF

2,3,7,8-TeCDF

0,1

1,2,3,7,8-PeCDF

0,03

2,3,4,7,8-PeCDF

0,3

1,2,3,4,7,8-HxCDF

0,1

1,2,3,6,7,8-HxCDF

0,1

1,2,3,7,8,9-HxCDF

0,1

2,3,4,6,7,8-HxCDF

0,1

1,2,3,4,6,7,8-HpCDF

0,01

1,2,3,4,7,8,9-HpCDF

0,01

OCDF

0,0003


(1)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(2)  Απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226 της 6.9.2000, σ. 3).

(3)  Οι οριακές αυτές τιμές ισχύουν αποκλειστικά για χώρους υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων και δεν ισχύουν για μόνιμους υπόγειους χώρους αποθήκευσης επικίνδυνων αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των αλατωρυχείων.

(4)  Τα απόβλητα που σημειώνονται με αστερίσκο «*» θεωρούνται επικίνδυνα απόβλητα σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ και υπόκεινται στις διατάξεις της.

(5)  Ως «εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο» νοείται το εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, το 1,2,5,6,9,10-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και τα κυριότερα διαστερεοϊσομερή του: το α-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο, το β-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο και το γ-εξαβρωμοκυκλοδωδεκάνιο.

(6)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(7)  Απόφαση 2003/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, για τον καθορισμό κριτηρίων και διαδικασιών αποδοχής των αποβλήτων στους χώρους υγειονομικής ταφής σύμφωνα με το άρθρο 16 και το παράρτημα II της οδηγίας 1999/31/ΕΚ (ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 27).

(8)  Εφαρμόζεται η μέθοδος υπολογισμού που καθορίζεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα EN 12766-1 και EN 12766-2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 7)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1195/2006 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 217 της 8.8.2006, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 172/2007 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 55 της 23.2.2007, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 323/2007 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 85 της 27.3.2007, σ. 3)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 219/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 109)

Μόνο το σημείο 3.7 του παραρτήματος

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 304/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 96 της 15.4.2009, σ. 33)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 756/2010 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 223 της 25.8.2010, σ. 20)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 757/2010 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 223 της 25.8.2010, σ. 29)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 519/2012 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 159 της 20.6.2012, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1342/2014 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 363 της 18.12.2014, σ. 67)

 

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2030 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 298 της 14.11.2015, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/293 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 55 της 2.3.2016, σ. 4)

 

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/460 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 80 της 31.3.2016, σ. 17)

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/2004

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 στοιχεία α) έως δ)

Άρθρο 2 σημεία 1) έως 4)

Άρθρο 2 σημεία 5) έως 7)

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 σημείο 8)

Άρθρο 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 σημείο 9)

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 σημείο10)

Άρθρο 2 σημεία 11) έως 13)

Άρθρο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1 έως 3

Άρθρο 3 παράγραφος 4 και 5

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7 παράγραφος 1 έως 4

Άρθρο 7 παράγραφος 1 έως 4

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 6

Άρθρο 13 παράγραφος 4 και 5

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 14

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 15

Άρθρο 19

Άρθρα 16 και 17

Άρθρο 20

Άρθρο 18

Άρθρο 21

Άρθρο 19

Άρθρο 22

Παραρτήματα I έως V

Παραρτήματα I έως V

Παράρτημα VI

Παράρτημα VII