16.12.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 359/1


ΟΔΗΓΊΑ 2014/107/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Δεκεμβρίου 2014

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 115,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, (1)

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα τελευταία έτη, το πρόβλημα της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής έχει ενταθεί σημαντικά και η επίλυσή του αποτελεί μείζονα προτεραιότητα τόσο σε ενωσιακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αδήλωτα και μη φορολογηθέντα εισοδήματα μειώνουν σημαντικά τα εθνικά φορολογικά έσοδα. Η αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη είσπραξη φόρων αποτελεί, ως εκ τούτου, επείγουσα ανάγκη. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τον σκοπό αυτό, και η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της 6ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιελάμβανε σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, υπογράμμισε την ανάγκη να προωθηθεί δυναμικά η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ως μελλοντικό ευρωπαϊκό και διεθνές πρότυπο για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα.

(2)

Η σημασία της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών ως μέσου καταπολέμησης της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής αναγνωρίστηκε προσφάτως και σε διεθνές επίπεδο (Ομάδες G20 και G8). Κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και αρκετών άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών, για διμερείς συμφωνίες αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών προς εφαρμογή του Νόμου περί Φορολογικής Συμμόρφωσης Λογαριασμών της Αλλοδαπής (ευρύτερα γνωστός ως «FATCA») των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) έλαβε εντολή από την Ομάδα G20 να διαμορφώσει, βασιζόμενος σε αυτές τις συμφωνίες, ένα ενιαίο παγκόσμιο πρότυπο για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 22ας Μαΐου 2013 ζήτησε την επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σε ενωσιακό και παγκόσμιο επίπεδο, επιδιώκοντας την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χαιρέτισε επίσης τις εν εξελίξει προσπάθειες που καταβάλλονται σε επίπεδο G20, G8 και ΟΟΣΑ για τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου προτύπου για την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε φορολογικά θέματα.

(4)

Τον Φεβρουάριο του 2014, ο ΟΟΣΑ κοινοποίησε τα κύρια στοιχεία του παγκόσμιου προτύπου για την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, δηλαδή την Πρότυπη συμφωνία Αρμόδιων Αρχών και το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς, τα οποία στη συνέχεια εγκρίθηκαν από τους Υπουργούς Οικονομικών και τους Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών της Ομάδας G20. Τον Ιούλιο του 2014, το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ κοινοποίησε το πλήρες παγκόσμιο πρότυπο, συμπεριλαμβανομένων των εναπομενόντων στοιχείων του, δηλαδή των Σχολίων επί της Πρότυπης συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών και επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, καθώς και τις Λεπτομέρειες Πληροφοριακών Συστημάτων για την εφαρμογή του παγκόσμιου προτύπου. Η δέσμη μέτρων για το παγκόσμιο πρότυπο εγκρίθηκε στο σύνολό της από τους Υπουργούς Οικονομικών και τους Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών της Ομάδας G20 τον Σεπτέμβριο του 2014.

(5)

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (2), ήδη προβλέπει την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών για ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, κυρίως μη χρηματοοικονομικής φύσης, που οι φορολογούμενοι διαθέτουν σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος φορολογικής κατοικίας τους. Επίσης, θεσπίζει μια σταδιακή προσέγγιση για την ενίσχυση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών μέσω της προοδευτικής επέκτασής της σε νέες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου και της άρσης της προϋπόθεσης ότι οι πληροφορίες πρέπει να ανταλλάσσονται μόνον εφόσον είναι διαθέσιμες. Επί του παρόντος, δεδομένων των αυξημένων ευκαιριών για επενδύσεις στο εξωτερικό σε ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών προϊόντων, τα υφιστάμενα ενωσιακά και διεθνή μέσα διοικητικής συνεργασίας στον φορολογικό τομέα έχουν καταστεί λιγότερο αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής.

(6)

Όπως τονίστηκε στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενδείκνυται να επισπευσθεί η επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που ήδη προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ στους φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών. Η ανάληψη ενωσιακής πρωτοβουλίας θα διασφαλίσει μια συνεκτική, συνεπή και ολοκληρωμένη προσέγγιση ανά την Ένωση όσον αφορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στην εσωτερική αγορά, η οποία θα οδηγούσε σε μείωση του κόστους τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς.

(7)

Το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν συνάψει ή αναμένεται να συνάψουν συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σχετικά με τη FATCΑ σημαίνει ότι εκείνα τα κράτη μέλη προβλέπουν ή θα προβλέψουν ευρύτερη συνεργασία κατά την έννοια του άρθρου 19 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και ότι είναι ή θα είναι υποχρεωμένα να συνεργάζονται εξίσου ευρέως και με άλλα κράτη μέλη.

(8)

Η σύναψη παράλληλων και μη συντονισμένων συμφωνιών από κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρεβλώσεις επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η εκτεταμένη αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών βάσει ενωσιακής νομοθετικής πράξης θα απάλλασσε τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να επικαλούνται αυτό το άρθρο με σκοπό τη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών για το ίδιο θέμα ελλείψει σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

(9)

Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν το κόστος και το διοικητικό βάρος τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς, είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση του διευρυμένου πεδίου εφαρμογής της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών εντός της Ένωσης με τις διεθνείς εξελίξεις. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα την εφαρμογή της υποβολής στοιχείων και των κανόνων δέουσας επιμέλειας, οι οποίοι συνάδουν πλήρως με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες που καλύπτουν η Πρότυπη συμφωνία Αρμόδιων Αρχών και το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ. Αναμένεται από κάθε κράτος μέλος να διαθέτει έναν μόνο ενιαίο κατάλογο εγχωρίως ορισθέντων μη δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εξαιρούμενων λογαριασμών, τον οποίο θα χρησιμοποιεί τόσο κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσο και για την εκτέλεση λοιπών συμφωνιών προς εφαρμογή του παγκόσμιου προτύπου.

(10)

Οι κατηγορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των δηλωτέων λογαριασμών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία είναι διαμορφωμένες ώστε να περιορίζονται οι ευκαιρίες των φορολογουμένων να αποφεύγουν να δηλωθούν μεταφέροντας περιουσιακά στοιχεία σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή επενδύοντας σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Εντούτοις, ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και λογαριασμοί που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο χρησιμοποίησης προς αποφυγή φορολόγησης θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Σε γενικές γραμμές, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει κατώτατα όρια, καθώς αυτά θα μπορούσαν να παρακαμφθούν εύκολα μέσω της διάσπασης λογαριασμών σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που πρέπει να υποβληθούν και να ανταλλαχθούν δεν θα πρέπει να αφορούν μόνο κάθε σχετικό εισόδημα (τόκοι, μερίσματα και παρόμοια είδη εισοδήματος), αλλά και τα υπόλοιπα λογαριασμών και τα έσοδα από πωλήσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, για την αντιμετώπιση καταστάσεων κατά τις οποίες οι φορολογούμενοι επιδιώκουν την απόκρυψη κεφαλαίου που αποτελεί εισόδημα ή περιουσιακών στοιχείων των οποίων η φορολόγηση έχει αποφευχθεί. Ως εκ τούτου, η επεξεργασία πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας είναι απαραίτητη και αναλογική προκειμένου οι φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών να είναι σε θέση να ταυτοποιούν ορθά και αδιαμφισβήτητα τους ενδιαφερόμενους φορολογούμενους, να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν τη φορολογική τους νομοθεσία σε διασυνοριακές υποθέσεις, να αξιολογούν την πιθανότητα διάπραξης φοροδιαφυγής και να αποφεύγουν κάθε περιττή περαιτέρω έρευνα.

(11)

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θα μπορούσαν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως προς την ενημέρωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου ακολουθώντας τις λεπτομερείς ρυθμίσεις επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητάς της, που προβλέπονται από τις εσωτερικές τους διαδικασίες σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.

(12)

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, τα αποστέλλοντα κράτη μέλη και τα λαμβάνοντα κράτη μέλη, ως υπεύθυνοι επεξεργασίας, πρέπει να διατηρούν τις πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών της παρούσας οδηγίας. Δεδομένων των διαφορών στη νομοθεσία των κρατών μελών, η μέγιστη περίοδος διατήρησης πρέπει να ορισθεί σε συνάρτηση με τους κανόνες παραγραφής που προβλέπονται στην εθνική φορολογική νομοθεσία κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας.

(13)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν τα Σχόλια επί της Πρότυπης συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών και επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς του ΟΟΣΑ ως πηγή παραδειγμάτων ή ερμηνείας και προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια της εφαρμογής ανά τα κράτη μέλη. Κατά τη δράση της σε αυτόν τον τομέα, η Ένωση πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις σε επίπεδο ΟΟΣΑ.

(14)

Η προϋπόθεση ότι η αυτόματη ανταλλαγή μπορεί να υπόκειται στη διαθεσιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, δεν πρέπει να ισχύει για τα νέα στοιχεία όπως εισάγονται από την παρούσα οδηγία στην οδηγία 2011/16/ΕΕ.

(15)

Η αναφορά σε κατώτατο όριο στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ πρέπει να διαγραφεί, δεδομένου ότι η διαχείριση του ορίου αυτού δημιουργεί προβλήματα στην πράξη.

(16)

Η αναθεώρηση του όρου της διαθεσιμότητας, που θα πραγματοποιηθεί το 2017, πρέπει να επεκταθεί και στις πέντε κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ώστε να μπορεί να εξεταστεί η περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών από όλα τα κράτη μέλη σε όλες αυτές τις κατηγορίες.

(17)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(18)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η αποδοτική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο συμβατό με τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά λόγω της απαιτούμενης ομοιογένειας και αποτελεσματικότητας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται σε αυτό το άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου.

(19)

Λόγω των υφιστάμενων διαρθρωτικών διαφορών, επιτρέπεται στην Αυστρία να ξεκινήσει για πρώτη φορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της παρούσας οδηγίας έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018 αντί της 30ής Σεπτεμβρίου 2017.

(20)

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3, σημείο 9) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9)   “αυτόματη ανταλλαγή”: η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο οικείο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά προκαθορισμένα τακτά διαστήματα. Στο πλαίσιο του άρθρου 8, ως διαθέσιμες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών αυτού του κράτους μέλους. Στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3α του άρθρου 8 παράγραφος 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2 και του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία γράμματα έχει τη σημασία που αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I.»

.

2)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να δηλώνει στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες για μία ή μερικές από τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν δεν ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε μεμονωμένη κατηγορία για την οποία διαθέτει πληροφορίες.»

.

β)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτεί από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά του Ιδρύματα να εφαρμόζουν την υποβολή στοιχείων και τους κανόνες δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και ΙΙ και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και σύμφωνη εφαρμογή αυτών των κανόνων βάσει του τμήματος IX του παραρτήματος I.

Δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που περιέχονται στα παραρτήματα I και ΙΙ, η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 6, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξής όσον αφορά έναν Δηλωτέο Λογαριασμό:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας σύμφωνων προς τα παραρτήματα, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους αριθμό/ούς φορολογικού μητρώου και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου·

β)

τον αριθμό λογαριασμού (ή το λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού)·

γ)

την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης (εάν υπάρχει) του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·

δ)

το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου) στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους ή αυτής της περιόδου·

ε)

σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

i)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό (ή σε σχέση με τον λογαριασμό) κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

ii)

τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού·

στ)

στην περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

ζ)

σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στα στοιχεία ε) ή στ), το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο ή στα παραρτήματα, το ποσό και ο χαρακτηρισμός των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε σχέση με Δηλωτέο Λογαριασμό καθορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου υπερισχύουν του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 ή κάθε άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου (3), στον βαθμό που η σχετική ανταλλαγή πληροφοριών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 ή άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2003/48/ΕΚ.

(3)  Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 38).»"

.

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Πριν από την 1η Ιουλίου 2017, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση που περιλαμβάνει επισκόπηση και αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων και των πληροφοριών που έχουν ληφθεί για θέματα όπως οι διοικητικές και λοιπές σχετικές δαπάνες για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και τα οφέλη από αυτήν, καθώς και οι σχετικές πρακτικές πτυχές. Εάν κριθεί αναγκαίο, η Επιτροπή υποβάλει πρόταση προς το Συμβούλιο όσον αφορά τις κατηγορίες και προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης διαθεσιμότητας των πληροφοριών που αφορούν φορολογικούς κατοίκους σε άλλα κράτη μέλη, ή όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3α ή και τα δύο.

Το Συμβούλιο, όταν εξετάζει πρόταση της Επιτροπής, εκτιμά την περαιτέρω ενίσχυση της αποδοτικότητας και της λειτουργίας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και την καθιέρωση υψηλότερων σχετικών προδιαγραφών, ώστε να προβλέπεται ότι:

α)

η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2017 και εξής σχετικά με φορολογικούς κατοίκους σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά όλες τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου της παραγράφου 1, όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, και

β)

οι κατάλογοι των κατηγοριών και των στοιχείων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 3α επεκτείνονται προκειμένου να συμπεριλάβουν επιπλέον κατηγορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.»

.

δ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η κοινοποίηση πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:

α)

όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1, κοινοποιούνται τουλάχιστον άπαξ του έτους, εντός έξι μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους του κράτους μέλους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες·

β)

όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 3α, κοινοποιούνται ετησίως, εντός εννέα μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων που αφορούν οι πληροφορίες.»

.

ε)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Για τους σκοπούς του τμήματος VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) του παραρτήματος I, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή έως την 31η Ιουλίου 2015 τον κατάλογο οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί, αντιστοίχως. Επίσης, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε αλλαγή αυτών των στοιχείων. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο ως καταρτίζεται βάσει των ληφθεισών πληροφοριών, τον οποίο και επικαιροποιεί κατά το δέον.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα είδη των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο τμήμα VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) του παραρτήματος I και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.»

.

3)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 8 αποστέλλονται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο ηλεκτρονικό μορφότυπο με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιείται για όλους τους τύπους αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και ο οποίος εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.»

.

4)

Στο άρθρο 21 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για κάθε ανάπτυξη του δικτύου CCN απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας του δικτύου CCN.

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων τους απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων τους.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο ειδοποιείται σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου.

Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε αξίωση επιστροφής δαπανών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων, όπου απαιτείται, των αμοιβών εμπειρογνωμόνων.»

.

5)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το τρέχον κείμενο του άρθρου 25 γίνεται παράγραφος 1.

β)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2.   Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας για τους σκοπούς της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

3.   Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υπό τη δικαιοδοσία του ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο Δηλωτέο Πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που το αφορούν και που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α θα συλλεχθούν και θα διαβιβαστούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς επίσης διασφαλίζει ότι το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παράσχει σε αυτό το πρόσωπο κάθε πληροφορία της οποίας δικαιούται να λαμβάνει γνώση δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας προς εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ εντός επαρκούς χρονικού διαστήματος, ώστε το πρόσωπο να ασκήσει τα δικαιώματά του ως προς την προστασία δεδομένων και, σε κάθε περίπτωση, πριν το ενδιαφερόμενο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους φορολογικής κατοικίας του.

4.   Οι πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επιδίωξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες περί παραγραφής κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας.»

6)

Προστίθενται τα παραρτήματα I και ΙΙ, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται αντίστοιχα στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων.

Εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν αυτά τα μέτρα, πρέπει να γίνεται παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή πρέπει τα μέτρα αυτά να συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) του σημείου 2) του άρθρου 1 και την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Αυστρία εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2017, όσον αφορά φορολογικές περιόδους από την ημερομηνία αυτή και εξής.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2014.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. C. PADOAN


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 68.

(2)  Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας. Επίσης, σε αυτό το παράρτημα περιγράφονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των παρακάτω διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α.

Υποκείμενο στις ενότητες Γ έως Ε, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του:

1.

το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει έναν ή περισσότερους Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την ονομασία, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η και (εάν υπάρχει) άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας του και τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου,

2.

τον αριθμό λογαριασμού (ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού),

3.

την ονομασία και τον αριθμό ταυτοποίησης (εάν υπάρχει) του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος,

4.

το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου) στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους ή αυτής της περιόδου,

5.

σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

α)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό (ή σε σχέση με τον λογαριασμό) κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

β)

τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου δήλωσης στοιχείων και για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του δικαιούχου του λογαριασμού.

6.

σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων και

7.

σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στην ενότητα Α παράγραφοι 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Β.

Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι προϋπάρχοντες λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας.

Ε.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1.

το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται άλλως να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται ή έχει άλλως υποχρεωθεί να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης η οποία ισχύει ή ήταν σε ισχύ την 5η Ιανουαρίου 2015 και

2.

διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Α.

Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διατάξεις περί δέουσας επιμέλειας στα τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Β.

Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Γ.

Όταν το κατώτατο όριο υπολοίπου ή αξίας πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα ημερολογιακού έτους, το σχετικό υπόλοιπο ή αξία πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα της περιόδου υποβολής στοιχείων που λήγει το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος ή εντός αυτού.

Δ.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια οι οποίες ισχύουν για τα εν λόγω Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, όπως προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων.

Ε.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει τη χρήση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Α.

Εισαγωγή. Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών.

Β.

Λογαριασμοί χαμηλότερης αξίας. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς χαμηλότερης αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες.

1.

Διεύθυνση κατοικίας. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του στο κράτος μέλος ή στην άλλη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2.

Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε αποδεικτικό έγγραφο όπως αναφέρεται στην ενότητα Β παράγραφος 1, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει τις ενότητες Β παράγραφοι 3 ως 6:

α)

ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κατοίκου κράτους μέλους·

β)

τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας (συμπεριλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας) σε κράτος μέλος·

γ)

ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί σε κράτος μέλος και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στο κράτος μέλος του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος·

δ)

πάγιες εντολές (εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό) για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος·

ε)

ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε κράτος μέλος· ή

στ)

οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” σε κράτος μέλος αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

3.

Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην ενότητα Β παράγραφος 2, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό ή ο λογαριασμός να καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4.

Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις ενότητες Β παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε), ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5.

Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στις ενότητες Β παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν σταθεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6.

Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την ενότητα Β παράγραφος 2, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους αν:

α)

στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στο εν λόγω κράτος μέλος, ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί στο εν λόγω κράτος μέλος (και δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός στο κράτος μέλος του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος) ή πάγιες εντολές (σε ό,τι αφορά χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών) για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

i)

αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος και

ii)

αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος·

β)

στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε αυτό το κράτος μέλος, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

i)

αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος ή

ii)

αποδεικτικό έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος.

Γ.

Διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης.

1.

Έρευνα σε ηλεκτρονικό αρχείο. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 2.

2.

Έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της ενότητας Γ παράγραφος 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 2:

α)

το πιο πρόσφατο αποδεικτικό έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με τον λογαριασμό·

β)

την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση·

γ)

την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς·

δ)

τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής· και

ε)

τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές (εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό) για μεταφορά κεφαλαίων.

3.

Εξαίρεση στην περίπτωση που οι βάσεις δεδομένων περιέχουν επαρκείς πληροφορίες. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρονικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού·

β)

τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα·

γ)

τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν·

δ)

στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό (συμπεριλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή σε άλλο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα)·

ε)

εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” ή για τον Δικαιούχο Λογαριασμού· και

στ)

εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για τον λογαριασμό.

4.

Έρευνα του συμβούλου πελατείας για πραγματική γνώση. Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφοι 1 και 2, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε σύμβουλο πελατείας (συμπεριλαμβανομένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας), αν ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει πραγματικά ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5.

Αποτελέσματα της ανεύρεσης ενδείξεων.

α)

Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από Δηλωτέο Πρόσωπο σύμφωνα με την ενότητα Γ παράγραφος 4, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό.

β)

Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε), ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

γ)

Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην ενότητα Γ βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6.

Αν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην ενότητα Γ όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται Λογαριασμός Υψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τον λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7.

Όταν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόσουν τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην ενότητα Γ σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του συμβούλου πελατείας που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να τις εφαρμόσουν εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8.

Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην ενότητα Β παράγραφος 2 με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

9.

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θέτουν σε εφαρμογή διαδικασίες ώστε να διασφαλίσουν ότι ο σύμβουλος πελατείας ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Για παράδειγμα, αν ένας προσωπικός σύμβουλος ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε κράτος μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την ενότητα Β παράγραφος 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Δ.

Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

Ε.

Τυχόν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός βάσει του παρόντος τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

ΤΜΗΜΑ IV

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Ατομικών Λογαριασμών.

A.

Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

Β.

Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτό το κράτος μέλος (με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ του τμήματος I) και την ημερομηνία γέννησης.

Γ.

Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.

ΤΜΗΜΑ V

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων.

Α.

Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά, είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε, ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Β.

Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

Γ.

Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση. Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ.

Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.

Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

α)

Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες (συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC) ώστε να προσδιοριστεί αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτό, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε κράτος μέλος.

β)

Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2.

Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων (συμπεριλαμβανομένης οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοσδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των ενοτήτων Δ παράγραφος 2 στοιχεία α) ως γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α)

Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην ενότητα A παράγραφος 6 στοιχείο β) του τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β)

Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

γ)

Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:

i)

σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ ή

ii)

σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο.

Ε.

Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων

1.

Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2.

Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3.

Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με έναν λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

ΤΜΗΜΑ VI

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων.

Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.

Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

α)

Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC. Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.

β)

Αν η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.

Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων (συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των ενοτήτων Α παράγραφος 2 στοιχεία α) ως γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α)

Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην ενότητα A παράγραφος 6 στοιχείο β) του τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β)

Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

γ)

Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.

ΤΜΗΜΑ VII

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται ανωτέρω ισχύουν οι ακόλουθοι πρόσθετοι κανόνες:

Α.

Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και αποδεικτικών εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Β.

Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων και για ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαια Προσόδων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος (εκτός του ιδιοκτήτη) Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β του τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β του τμήματος III.

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

το ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει 25 ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού·

ii)

οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντά τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου· και

iii)

το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

Ο όρος “ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας (ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας) το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους (ή της κατηγορίας μελών) της ομάδας.

Ο όρος “ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων” σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Γ.

Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα

1.

Άθροιση Ατομικών Λογαριασμών. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στον βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2.

Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στον βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3.

Ειδικός κανόνας άθροισης για τους συμβούλους πελατείας. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο, με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί (αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα) από το ίδιο πρόσωπο.

4.

Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα. Όλα τα ποσά που εκφράζονται στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία.

ΤΜΗΜΑ VIII

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α.   Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1.

Ως “Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους που δεν είναι μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους” νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε κράτος μέλος, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός αυτού του κράτους μέλους αυτού, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε κράτος μέλος υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στο κράτος μέλος αυτό.

2.

Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας” νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3.

Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4.

Ως “Ίδρυμα Θεματοφυλακής” νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου (ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου) πριν από το έτος του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5.

Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6.

Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:

α)

η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i)

αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παραγώγων κ.λπ.)· συναλλάγματος· μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητών αξιών· ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων,

ii)

ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου, ή

iii)

άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων·

ή

β)

το καθαρό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A παράγραφος 6 στοιχείο β) εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 8 στοιχεία δ) έως ζ).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος” στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

7.

Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστικές συμβάσεις ή συμβάσεις περιοδικών προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστικής σύμβασης ή σύμβασης περιοδικών προσόδων. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8.

Ως “Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία” νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία (ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία) που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Β.   Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1.

Ως “Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:

α)

κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός ή κεντρική τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από καθορισμένη ασφαλιστική εταιρεία, ίδρυμα θεματοφυλακής ή ίδρυμα καταθέσεων·

β)

συνταξιοδοτικό ταμείο ευρείας συμμετοχής· συνταξιοδοτικό ταμείο περιορισμένης συμμετοχής· συνταξιοδοτικό ταμείο κρατικής οντότητας, διεθνούς οργανισμού ή κεντρικής τράπεζας· ή εγκεκριμένος εκδότης πιστωτικών καρτών·

γ)

άλλη οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις οντότητες που περιγράφονται στην ενότητα B παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μη δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 7α της παρούσας οδηγίας, εφόσον το καθεστώς της οντότητας αυτής ως μη δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας·

δ)

απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων· ή

ε)

καταπίστευμα στον βαθμό που ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με το τμήμα I για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2.

Ως “κρατική οντότητα” νοείται η κυβέρνηση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων (καθένα από τα οποία αποτελεί “κρατική οντότητα”). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις κρατών μελών ή άλλων δικαιοδοσιών.

α)

Ως “συνιστών μέρος” κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή στο κράτος μέλος ή τη δικαιοδοσία. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο “συνιστών μέρος” δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

β)

Ως “ελεγχόμενη οντότητα” νοείται κάθε οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από το κράτος μέλος ή τη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

η οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων κρατικών οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,

ii)

τα καθαρά έσοδα της οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς ενός ή περισσοτέρων κρατικών οντοτήτων και κανένα μερίδιό του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη, και

iii)

με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας περιέρχονται σε μια ή περισσότερες κρατικές οντότητες.

γ)

Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάρη, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3.

Ως “διεθνής οργανισμός” νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός (συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών) i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις· ii) που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με το κράτος μέλος· και iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4.

Ως “κεντρική τράπεζα” νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους μέλους αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κράτους μέλους, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους μέλους είτε όχι.

5.

Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο ευρείας συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:

α)

δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5 %·

β)

υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές, και

γ)

πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματός του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα·

ii)

το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50 % των συνολικών εισφορών του [πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)]·

iii)

διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνο όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο [πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην ενότητα B παράγραφοι 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)]· διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή· ή

iv)

οι εισφορές (πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών) των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζομένων των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση των λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

6.

Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο περιορισμένης συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

το ταμείο έχει λιγότερους από 50 συμμετέχοντες·

β)

το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι επενδυτικές οντότητες ή παθητικές ΜΧΟ·

γ)

οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο [πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α)] περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως·

δ)

οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20 %· και

ε)

το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές.

7.

Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο κρατικής οντότητας, διεθνούς οργανισμού ή κεντρικής τράπεζας” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό ή κεντρική τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την κρατική οντότητα, τον διεθνή οργανισμό ή την κεντρική τράπεζα.

8.

Ως “εγκεκριμένος εκδότης πιστωτικών καρτών” νοείται κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη· και

β)

από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9.

Ως “απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων” νοείται κάθε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή οντοτήτων, εκτός από παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

Επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της ενότητας Β παράγραφος 9 απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκδώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015·

β)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται·

γ)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή και

δ)

ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Γ.   Χρηματοοικονομικός λογαριασμός

1.

Ως “χρηματοοικονομικός λογαριασμός” νοείται λογαριασμός που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι καταθετικοί λογαριασμοί, οι λογαριασμοί θεματοφυλακής και:

α)

σε περίπτωση επενδυτικής οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος “χρηματοοικονομικός λογαριασμός” δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί οντότητας που αποτελεί επενδυτική οντότητα απλώς και μόνον επειδή i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματός του για την επένδυση ή τη διαχείριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω οντότητα ή ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους σκοπούς·

β)

σε περίπτωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 1 στοιχείο α), κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το τμήμα I· και

γ)

κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων που προσφέρεται από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο λογαριασμών που είναι εξαιρούμενοι.

Στον όρο “χρηματοοικονομικός λογαριασμός” δεν περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί που είναι εξαιρούμενοι.

2.

Ως “καταθετικός λογαριασμός” νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο “καταθετικός λογαριασμός” περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3.

Ως “λογαριασμός θεματοφυλακής” νοείται κάθε λογαριασμός (πλην των Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων) στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4.

Ως “συμμετοχικό δικαίωμα” νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συμμετοχικό δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5.

Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο” νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβολαίων Προσόδων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

6.

Ως “Συμβόλαιο Προσόδων” νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει της οποίας ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών.

7.

Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει αξία εξαγοράς.

8.

Ως “αξία εξαγοράς” νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά: i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης) και ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος “αξία εξαγοράς” δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου:

α)

αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής·

β)

ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση·

γ)

ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων (μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι) δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου (πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων) λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο·

δ)

ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης (πλην του μερίσματος λύσης) εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με ασφαλιστήριο συμβόλαιο δυνάμει της οποίας καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 8 στοιχείο β)· ή

ε)

ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου για την οποία το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9.

Ως “προϋπάρχων λογαριασμός” νοείται:

α)

χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015·

β)

κάθε χρηματοοικονομικός λογαριασμός δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

i)

ο δικαιούχος τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (ή σε συνδεόμενη οντότητα εντός του ίδιου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) χρηματοοικονομικό λογαριασμό που είναι προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)·

ii)

το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (και, κατά περίπτωση, η συνδεόμενη οντότητα εντός του ιδίου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς —και κάθε άλλο χρηματοοικονομικό λογαριασμό του δικαιούχου του λογαριασμού που θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά το στοιχείο β)— ενιαίο χρηματοοικονομικό λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Α και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς·

iii)

για χρηματοοικονομικό λογαριασμό που υπόκειται σε διαδικασίες ΑΜL/KYC, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για τον συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις διαδικασίες ΑΜL/KYC που έχουν εκτελεστεί για τον προϋπάρχοντα λογαριασμό που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)· και

iv)

το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον δικαιούχο του λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

10.

Ως “νέος λογαριασμός” νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο β).

11.

Ως “προϋπάρχων ατομικός λογαριασμός” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12.

Ως “νέος ατομικός λογαριασμός” νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

13.

Ως “προϋπάρχων λογαριασμός οντοτήτων” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

14.

Ως “λογαριασμός χαμηλότερης αξίας” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

15.

Ως “λογαριασμός υψηλής αξίας” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ.

16.

Ως “νέος λογαριασμός οντοτήτων” νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες.

17.

Ως “εξαιρούμενος λογαριασμός” νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:

α)

συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης (περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου),

ii)

ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου του Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή),

iii)

απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό,

iv)

επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος· ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων και

v)

είτε i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ ή ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφ' όρου ζωής ίσων ή κατώτερων ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ, ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) σημείο v), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω χρηματοοικονομικός λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) ή β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7·

β)

λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης,

ii)

ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου του Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή),

iii)

επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν τον σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (για παράδειγμα την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών)· ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων, και

iv)

οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο β) σημείο iv), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω χρηματοοικονομικός λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο α) ή β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην ενότητα Β παράγραφοι 5 έως 7·

γ)

συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

καταβάλλονται περιοδικά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο,

ii)

δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου (μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο), χωρίς λύση της,

iii)

το ποσό (εκτός της παροχών θανάτου) που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών (είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι) για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου, και

iv)

το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας·

δ)

λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομία, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου·

ε)

λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου,

ii)

πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση εμπράγματης ή προσωπικής περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, αρραβώνα, κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση ενοχής που συνδέεται άμεσα με τη συναλλαγή ή παρόμοια πληρωμή, ή τροφοδοτείται με χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο που κατατίθεται στον λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου,

ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για τα τυχηρά, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στα πλαίσια της μίσθωσης,

τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στον λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από τον λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή (μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου), όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραδοθεί, ή όταν λυθεί η μίσθωση,

ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα πλαίσια πώλησης ή ανταλλαγής χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, και

ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο στ),

iii)

υποχρέωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που διαχειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο,

iv)

υποχρέωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο·

στ)

καταθετικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης ανακυκλούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη, και

ii)

από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Γ για τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων·

ζ)

οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχεία α) έως στ) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρούμενων λογαριασμών που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 7α της παρούσας οδηγίας, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως εξαιρούμενου λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Δ.   Δηλωτέος λογαριασμός

1.

Ως “δηλωτέος λογαριασμός” νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα τμήματα II έως VII.

2.

Ως “Δηλωτέα Πρόσωπα” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από τα ακόλουθα: i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν συνδεόμενες οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i)· iii) κρατικές οντότητες· iv) διεθνείς οργανισμοί· v) κεντρικές τράπεζες ή vi) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.

Ως “πρόσωπο κράτους μέλους” σχετικά με κάθε κράτος μέλος νοείται φυσικό πρόσωπο ή οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

4.

Ως “συμμετέχουσα δικαιοδοσία” έναντι κάθε κράτους μέλους νοείται:

α)

κάθε άλλο κράτος μέλος·

β)

οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία i) με την οποία το σχετικό κράτος μέλος έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα I, και ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από το εν λόγω κράτος μέλος και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

γ)

οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία i) με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα I, και ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5.

Ως “ελέγχοντα πρόσωπα” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (εφόσον υπάρχουν), ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος· σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος “ελέγχοντα πρόσωπα” ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

6.

Ως “ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε οντότητα δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

7.

Ως “παθητική ΜΧΟ” νοείται: i) ΜΧΟ που δεν είναι ενεργή ΜΧΟ ή ii) επενδυτική οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), η οποία δεν αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συμμετέχουσας δικαιοδοσίας.

8.

Ως “ενεργή ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο δήλωσης στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη αντίστοιχη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ·

β)

οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι συνδεόμενη οντότητα οντότητας οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών·

γ)

η ΜΧΟ είναι κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, κεντρική τράπεζα ή οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω οντότητες·

δ)

κατ' ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή (εν όλω ή εν μέρει) των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μιας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί οντότητα η οποία λειτουργεί (ή εμφανίζεται) ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο (“private equity fund”), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου (“venture capital fund”) ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης (“leveraged buyout fund”), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς·

ε)

η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην ΜΧΟ μετά την πάροδο 24 μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ·

στ)

η ΜΧΟ δεν υπήρξε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

ζ)

η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για συνδεόμενες οντότητες που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε οντότητα που δεν είναι συνδεόμενη οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας συνδεόμενης οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλο από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή

η)

η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

έχει συσταθεί και λειτουργεί στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,

ii)

απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στο κράτος μέλος της ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της,

iii)

δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,

iv)

η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελος τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στα πλαίσια της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ, και

v)

η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε κρατική οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση.

Ε.   Διάφορα

1.

Ως “Δικαιούχος Λογαριασμού” νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος χρηματοοικονομικού λογαριασμού από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που τηρεί χρηματοοικονομικό λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται δικαιούχος του λογαριασμού για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας· δικαιούχος του λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι δικαιούχος του λογαριασμού.

2.

Ως “διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες/Γνώρισε τον πελάτη σου” (AML/KYC) νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

3.

Ως “οντότητα” νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4.

Μία οντότητα είναι “συνδεόμενη οντότητα” άλλης οντότητας αν i) οποιαδήποτε εκ των δύο οντοτήτων ελέγχει την άλλη, ii) οι δύο οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή iii) οι δύο οντότητες είναι επενδυτικές οντότητες περιγραφόμενες στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω επενδυτικών οντοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας.

5.

Ως “ΑΦΜ” νοείται ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου).

6.

Ως “αποδεικτικό έγγραφο” νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο) του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος·

β)

σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση·

γ)

σε ό,τι αφορά τις οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα (για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο), στο οποίο περιέχεται η ονομασία της οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε·

δ)

οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.

Σε ό,τι αφορά τους προϋπάρχοντες λογαριασμούς οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σχετικά με τον δικαιούχο του λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς (εκτός των φορολογικών) και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του χρηματοοικονομικού λογαριασμού ως προϋπάρχοντος λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως “τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο” νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.

ΤΜΗΜΑ IX

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:

1.

κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων οι οποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας·

2.

κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά·

3.

διοικητικές διαδικασίες ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας· διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση·

4.

διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και εξαιρούμενοι λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής·

5.

αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης.

ΤΜΗΜΑ X

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΔΗΛΟΥΝΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ

Στην περίπτωση δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στο “2016” και στο “2017” στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στο “2017” και στο “2018” αντιστοίχως.

Στην περίπτωση προϋπαρχόντων λογαριασμών που τηρούνται από Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στην “31η Δεκεμβρίου 2015” στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στην “31η Δεκεμβρίου 2016”.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

1.   Αλλαγή των περιστάσεων

Ως “αλλαγή των περιστάσεων” νοείται οποιαδήποτε μεταβολή η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στον Λογαριασμό του Δικαιούχου (περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με τον Δικαιούχο του Λογαριασμού) ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό (εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο παράρτημα I τμήμα VII ενότητα Γ παράγραφοι 1 έως 3), εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου του Λογαριασμού.

Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση περί τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό αποδεικτικό έγγραφο (ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο) είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων ή των 90 ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του δικαιούχου του λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο αποδεικτικό έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφοι 2 έως 6.

2.   Αυτοπιστοποίηση για νέους λογαριασμούς οντοτήτων

Σε ό,τι αφορά τους νέους λογαριασμούς οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το ελέγχον πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον δικαιούχο λογαριασμού ή το ελέγχον πρόσωπο.

3.   Κατοικία χρηματοπιστωτικού ιδρύματος

Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους (δηλαδή εάν το κράτος μέλος δύναται να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα). Γενικώς, όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος, υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος), το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος μέλος, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία σχετικά με τους δηλωτέους λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από το καταπίστευμα) δεν έχει φορολογική κατοικία (για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους εάν:

α)

έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους·

β)

έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) στο κράτος μέλος ή

γ)

υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στο κράτος μέλος.

Όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από καταπίστευμα) έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς.

4.   Τηρούμενος λογαριασμός

Γενικώς, θεωρείται ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό είναι το εξής:

α)

σε περίπτωση λογαριασμού θεματοφυλακής, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον δικαιούχο του λογαριασμού)·

β)

σε περίπτωση καταθετικού λογαριασμού, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με τον λογαριασμό (με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα)·

γ)

σε περίπτωση δικαιώματος επί του μετοχικού κεφαλαίου ή του χρέους χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή χρηματοοικονομικού λογαριασμού, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα·

δ)

σε περίπτωση ασφαλιστήριου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

5.   Καταπιστεύματα που είναι παθητικές ΜΧΟ

Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το παράρτημα I, τμήμα VIII ενότητα Δ παράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται “παρόμοιο” με προσωπική και με ετερόρρυθμη εταιρεία, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπούν διπλή υποβολή στοιχείων (δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος “ελέγχοντα πρόσωπα” στην περίπτωση των καταπιστευμάτων), το καταπίστευμα που δεν είναι παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.

6.   Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας

Σε ό,τι αφορά τις οντότητες, στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα Ε παράγραφος 6 στοιχείο γ) περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο οποίο η οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρισμένη διεύθυνση της οντότητας στα συστατικά της έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σε αυτήν τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας.

»