16.12.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 359/1 |
ΟΔΗΓΊΑ 2014/107/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 9ης Δεκεμβρίου 2014
για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 115,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, (1)
Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Τα τελευταία έτη, το πρόβλημα της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής έχει ενταθεί σημαντικά και η επίλυσή του αποτελεί μείζονα προτεραιότητα τόσο σε ενωσιακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αδήλωτα και μη φορολογηθέντα εισοδήματα μειώνουν σημαντικά τα εθνικά φορολογικά έσοδα. Η αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη είσπραξη φόρων αποτελεί, ως εκ τούτου, επείγουσα ανάγκη. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τον σκοπό αυτό, και η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της 6ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιελάμβανε σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, υπογράμμισε την ανάγκη να προωθηθεί δυναμικά η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ως μελλοντικό ευρωπαϊκό και διεθνές πρότυπο για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα. |
(2) |
Η σημασία της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών ως μέσου καταπολέμησης της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής αναγνωρίστηκε προσφάτως και σε διεθνές επίπεδο (Ομάδες G20 και G8). Κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και αρκετών άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών, για διμερείς συμφωνίες αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών προς εφαρμογή του Νόμου περί Φορολογικής Συμμόρφωσης Λογαριασμών της Αλλοδαπής (ευρύτερα γνωστός ως «FATCA») των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) έλαβε εντολή από την Ομάδα G20 να διαμορφώσει, βασιζόμενος σε αυτές τις συμφωνίες, ένα ενιαίο παγκόσμιο πρότυπο για την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών. |
(3) |
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 22ας Μαΐου 2013 ζήτησε την επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σε ενωσιακό και παγκόσμιο επίπεδο, επιδιώκοντας την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χαιρέτισε επίσης τις εν εξελίξει προσπάθειες που καταβάλλονται σε επίπεδο G20, G8 και ΟΟΣΑ για τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου προτύπου για την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε φορολογικά θέματα. |
(4) |
Τον Φεβρουάριο του 2014, ο ΟΟΣΑ κοινοποίησε τα κύρια στοιχεία του παγκόσμιου προτύπου για την αυτόματη ανταλλαγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, δηλαδή την Πρότυπη συμφωνία Αρμόδιων Αρχών και το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς, τα οποία στη συνέχεια εγκρίθηκαν από τους Υπουργούς Οικονομικών και τους Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών της Ομάδας G20. Τον Ιούλιο του 2014, το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ κοινοποίησε το πλήρες παγκόσμιο πρότυπο, συμπεριλαμβανομένων των εναπομενόντων στοιχείων του, δηλαδή των Σχολίων επί της Πρότυπης συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών και επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, καθώς και τις Λεπτομέρειες Πληροφοριακών Συστημάτων για την εφαρμογή του παγκόσμιου προτύπου. Η δέσμη μέτρων για το παγκόσμιο πρότυπο εγκρίθηκε στο σύνολό της από τους Υπουργούς Οικονομικών και τους Διοικητές Κεντρικών Τραπεζών της Ομάδας G20 τον Σεπτέμβριο του 2014. |
(5) |
Η οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (2), ήδη προβλέπει την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών για ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, κυρίως μη χρηματοοικονομικής φύσης, που οι φορολογούμενοι διαθέτουν σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος φορολογικής κατοικίας τους. Επίσης, θεσπίζει μια σταδιακή προσέγγιση για την ενίσχυση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών μέσω της προοδευτικής επέκτασής της σε νέες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου και της άρσης της προϋπόθεσης ότι οι πληροφορίες πρέπει να ανταλλάσσονται μόνον εφόσον είναι διαθέσιμες. Επί του παρόντος, δεδομένων των αυξημένων ευκαιριών για επενδύσεις στο εξωτερικό σε ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών προϊόντων, τα υφιστάμενα ενωσιακά και διεθνή μέσα διοικητικής συνεργασίας στον φορολογικό τομέα έχουν καταστεί λιγότερο αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της διασυνοριακής φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής. |
(6) |
Όπως τονίστηκε στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενδείκνυται να επισπευσθεί η επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που ήδη προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ στους φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών. Η ανάληψη ενωσιακής πρωτοβουλίας θα διασφαλίσει μια συνεκτική, συνεπή και ολοκληρωμένη προσέγγιση ανά την Ένωση όσον αφορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στην εσωτερική αγορά, η οποία θα οδηγούσε σε μείωση του κόστους τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς. |
(7) |
Το γεγονός ότι τα κράτη μέλη έχουν συνάψει ή αναμένεται να συνάψουν συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σχετικά με τη FATCΑ σημαίνει ότι εκείνα τα κράτη μέλη προβλέπουν ή θα προβλέψουν ευρύτερη συνεργασία κατά την έννοια του άρθρου 19 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και ότι είναι ή θα είναι υποχρεωμένα να συνεργάζονται εξίσου ευρέως και με άλλα κράτη μέλη. |
(8) |
Η σύναψη παράλληλων και μη συντονισμένων συμφωνιών από κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρεβλώσεις επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η εκτεταμένη αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών βάσει ενωσιακής νομοθετικής πράξης θα απάλλασσε τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να επικαλούνται αυτό το άρθρο με σκοπό τη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών για το ίδιο θέμα ελλείψει σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας. |
(9) |
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν το κόστος και το διοικητικό βάρος τόσο για τις φορολογικές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς, είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση του διευρυμένου πεδίου εφαρμογής της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών εντός της Ένωσης με τις διεθνείς εξελίξεις. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα την εφαρμογή της υποβολής στοιχείων και των κανόνων δέουσας επιμέλειας, οι οποίοι συνάδουν πλήρως με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες που καλύπτουν η Πρότυπη συμφωνία Αρμόδιων Αρχών και το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ. Αναμένεται από κάθε κράτος μέλος να διαθέτει έναν μόνο ενιαίο κατάλογο εγχωρίως ορισθέντων μη δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εξαιρούμενων λογαριασμών, τον οποίο θα χρησιμοποιεί τόσο κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσο και για την εκτέλεση λοιπών συμφωνιών προς εφαρμογή του παγκόσμιου προτύπου. |
(10) |
Οι κατηγορίες των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των δηλωτέων λογαριασμών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία είναι διαμορφωμένες ώστε να περιορίζονται οι ευκαιρίες των φορολογουμένων να αποφεύγουν να δηλωθούν μεταφέροντας περιουσιακά στοιχεία σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή επενδύοντας σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Εντούτοις, ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και λογαριασμοί που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο χρησιμοποίησης προς αποφυγή φορολόγησης θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Σε γενικές γραμμές, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει κατώτατα όρια, καθώς αυτά θα μπορούσαν να παρακαμφθούν εύκολα μέσω της διάσπασης λογαριασμών σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που πρέπει να υποβληθούν και να ανταλλαχθούν δεν θα πρέπει να αφορούν μόνο κάθε σχετικό εισόδημα (τόκοι, μερίσματα και παρόμοια είδη εισοδήματος), αλλά και τα υπόλοιπα λογαριασμών και τα έσοδα από πωλήσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, για την αντιμετώπιση καταστάσεων κατά τις οποίες οι φορολογούμενοι επιδιώκουν την απόκρυψη κεφαλαίου που αποτελεί εισόδημα ή περιουσιακών στοιχείων των οποίων η φορολόγηση έχει αποφευχθεί. Ως εκ τούτου, η επεξεργασία πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας είναι απαραίτητη και αναλογική προκειμένου οι φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών να είναι σε θέση να ταυτοποιούν ορθά και αδιαμφισβήτητα τους ενδιαφερόμενους φορολογούμενους, να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν τη φορολογική τους νομοθεσία σε διασυνοριακές υποθέσεις, να αξιολογούν την πιθανότητα διάπραξης φοροδιαφυγής και να αποφεύγουν κάθε περιττή περαιτέρω έρευνα. |
(11) |
Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θα μπορούσαν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως προς την ενημέρωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου ακολουθώντας τις λεπτομερείς ρυθμίσεις επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητάς της, που προβλέπονται από τις εσωτερικές τους διαδικασίες σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία. |
(12) |
Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, τα αποστέλλοντα κράτη μέλη και τα λαμβάνοντα κράτη μέλη, ως υπεύθυνοι επεξεργασίας, πρέπει να διατηρούν τις πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εκπλήρωση των σκοπών της παρούσας οδηγίας. Δεδομένων των διαφορών στη νομοθεσία των κρατών μελών, η μέγιστη περίοδος διατήρησης πρέπει να ορισθεί σε συνάρτηση με τους κανόνες παραγραφής που προβλέπονται στην εθνική φορολογική νομοθεσία κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας. |
(13) |
Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν τα Σχόλια επί της Πρότυπης συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών και επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς του ΟΟΣΑ ως πηγή παραδειγμάτων ή ερμηνείας και προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια της εφαρμογής ανά τα κράτη μέλη. Κατά τη δράση της σε αυτόν τον τομέα, η Ένωση πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις σε επίπεδο ΟΟΣΑ. |
(14) |
Η προϋπόθεση ότι η αυτόματη ανταλλαγή μπορεί να υπόκειται στη διαθεσιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, δεν πρέπει να ισχύει για τα νέα στοιχεία όπως εισάγονται από την παρούσα οδηγία στην οδηγία 2011/16/ΕΕ. |
(15) |
Η αναφορά σε κατώτατο όριο στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ πρέπει να διαγραφεί, δεδομένου ότι η διαχείριση του ορίου αυτού δημιουργεί προβλήματα στην πράξη. |
(16) |
Η αναθεώρηση του όρου της διαθεσιμότητας, που θα πραγματοποιηθεί το 2017, πρέπει να επεκταθεί και στις πέντε κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ώστε να μπορεί να εξεταστεί η περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών από όλα τα κράτη μέλη σε όλες αυτές τις κατηγορίες. |
(17) |
Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. |
(18) |
Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η αποδοτική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο συμβατό με τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά λόγω της απαιτούμενης ομοιογένειας και αποτελεσματικότητας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται σε αυτό το άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου. |
(19) |
Λόγω των υφιστάμενων διαρθρωτικών διαφορών, επιτρέπεται στην Αυστρία να ξεκινήσει για πρώτη φορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει της παρούσας οδηγίας έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018 αντί της 30ής Σεπτεμβρίου 2017. |
(20) |
Η οδηγία 2011/16/ΕΕ πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η οδηγία 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στο άρθρο 3, σημείο 9) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «9) “αυτόματη ανταλλαγή”: η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο οικείο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά προκαθορισμένα τακτά διαστήματα. Στο πλαίσιο του άρθρου 8, ως διαθέσιμες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών αυτού του κράτους μέλους. Στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3α του άρθρου 8 παράγραφος 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2 και του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία γράμματα έχει τη σημασία που αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I.» . |
2) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Στο άρθρο 20, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «4. Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 8 αποστέλλονται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο ηλεκτρονικό μορφότυπο με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιείται για όλους τους τύπους αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και ο οποίος εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.» . |
4) |
Στο άρθρο 21 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για κάθε ανάπτυξη του δικτύου CCN απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας του δικτύου CCN. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων τους απαιτείται προκειμένου να είναι δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο ειδοποιείται σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου. Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε αξίωση επιστροφής δαπανών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων, όπου απαιτείται, των αμοιβών εμπειρογνωμόνων.» . |
5) |
Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:
|
6) |
Προστίθενται τα παραρτήματα I και ΙΙ, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται αντίστοιχα στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 2
1. Τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων.
Εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2016.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν αυτά τα μέτρα, πρέπει να γίνεται παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή πρέπει τα μέτρα αυτά να συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) του σημείου 2) του άρθρου 1 και την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Αυστρία εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2017, όσον αφορά φορολογικές περιόδους από την ημερομηνία αυτή και εξής.
3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2014.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
P. C. PADOAN
(1) ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 68.
(2) Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας. Επίσης, σε αυτό το παράρτημα περιγράφονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των παρακάτω διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.
ΤΜΗΜΑ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Α. |
Υποκείμενο στις ενότητες Γ έως Ε, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του:
|
Β. |
Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό. |
Γ. |
Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι προϋπάρχοντες λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί. |
Δ. |
Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας. |
Ε. |
Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:
|
ΤΜΗΜΑ II
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ
Α. |
Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διατάξεις περί δέουσας επιμέλειας στα τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες. |
Β. |
Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων. |
Γ. |
Όταν το κατώτατο όριο υπολοίπου ή αξίας πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα ημερολογιακού έτους, το σχετικό υπόλοιπο ή αξία πρέπει να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα της περιόδου υποβολής στοιχείων που λήγει το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος ή εντός αυτού. |
Δ. |
Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια οι οποίες ισχύουν για τα εν λόγω Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, όπως προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων. |
Ε. |
Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Όταν ένα κράτος μέλος επιτρέπει τη χρήση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς. |
ΤΜΗΜΑ III
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ
Α. |
Εισαγωγή. Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών. |
Β. |
Λογαριασμοί χαμηλότερης αξίας. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς χαμηλότερης αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες.
|
Γ. |
Διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης.
|
Δ. |
Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017. |
Ε. |
Τυχόν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός βάσει του παρόντος τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο. |
ΤΜΗΜΑ IV
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ
Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Ατομικών Λογαριασμών.
A. |
Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC. |
Β. |
Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτό το κράτος μέλος (με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ του τμήματος I) και την ημερομηνία γέννησης. |
Γ. |
Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. |
ΤΜΗΜΑ V
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ
Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων.
Α. |
Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά, είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε, ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους. |
Β. |
Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ. |
Γ. |
Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση. Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί. |
Δ. |
Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:
|
Ε. |
Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων
|
ΤΜΗΜΑ VI
ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ
Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων.
Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:
1. |
Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.
|
2. |
Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων (συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση των ενοτήτων Α παράγραφος 2 στοιχεία α) ως γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.
|
ΤΜΗΜΑ VII
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ
Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται ανωτέρω ισχύουν οι ακόλουθοι πρόσθετοι κανόνες:
Α. |
Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και αποδεικτικών εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή αποδεικτικό έγγραφο αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα. |
Β. |
Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων και για ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαια Προσόδων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος (εκτός του ιδιοκτήτη) Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β του τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα οφείλουν να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β του τμήματος III. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Ο όρος “ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας (ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας) το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους (ή της κατηγορίας μελών) της ομάδας. Ο όρος “ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων” σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας. |
Γ. |
Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα
|
ΤΜΗΜΑ VIII
ΟΡΙΣΜΟΙ
Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:
Α. Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
1. |
Ως “Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους που δεν είναι μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους” νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε κράτος μέλος, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός αυτού του κράτους μέλους αυτού, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε κράτος μέλος υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στο κράτος μέλος αυτό. |
2. |
Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας” νοείται i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής, και ii) κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή. |
3. |
Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία. |
4. |
Ως “Ίδρυμα Θεματοφυλακής” νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου (ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου) πριν από το έτος του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. |
5. |
Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων. |
6. |
Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:
Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A παράγραφος 6 στοιχείο β) εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 8 στοιχεία δ) έως ζ). Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος” στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης. |
7. |
Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστικές συμβάσεις ή συμβάσεις περιοδικών προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστικής σύμβασης ή σύμβασης περιοδικών προσόδων. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας. |
8. |
Ως “Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία” νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία (ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία) που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων. |
Β. Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα
1. |
Ως “Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:
|
2. |
Ως “κρατική οντότητα” νοείται η κυβέρνηση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων (καθένα από τα οποία αποτελεί “κρατική οντότητα”). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις κρατών μελών ή άλλων δικαιοδοσιών.
|
3. |
Ως “διεθνής οργανισμός” νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός (συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών) i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις· ii) που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με το κράτος μέλος· και iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών. |
4. |
Ως “κεντρική τράπεζα” νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους μέλους αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κράτους μέλους, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους μέλους είτε όχι. |
5. |
Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο ευρείας συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:
|
6. |
Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο περιορισμένης συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:
|
7. |
Ως “συνταξιοδοτικό ταμείο κρατικής οντότητας, διεθνούς οργανισμού ή κεντρικής τράπεζας” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό ή κεντρική τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την κρατική οντότητα, τον διεθνή οργανισμό ή την κεντρική τράπεζα. |
8. |
Ως “εγκεκριμένος εκδότης πιστωτικών καρτών” νοείται κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
9. |
Ως “απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων” νοείται κάθε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή οντοτήτων, εκτός από παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της ενότητας Β παράγραφος 9 απαλλασσόμενος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:
|
Γ. Χρηματοοικονομικός λογαριασμός
1. |
Ως “χρηματοοικονομικός λογαριασμός” νοείται λογαριασμός που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι καταθετικοί λογαριασμοί, οι λογαριασμοί θεματοφυλακής και:
Στον όρο “χρηματοοικονομικός λογαριασμός” δεν περιλαμβάνονται οι λογαριασμοί που είναι εξαιρούμενοι. |
2. |
Ως “καταθετικός λογαριασμός” νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο “καταθετικός λογαριασμός” περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού. |
3. |
Ως “λογαριασμός θεματοφυλακής” νοείται κάθε λογαριασμός (πλην των Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων) στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία προς όφελος τρίτου. |
4. |
Ως “συμμετοχικό δικαίωμα” νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συμμετοχικό δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα. |
5. |
Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο” νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβολαίων Προσόδων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία. |
6. |
Ως “Συμβόλαιο Προσόδων” νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει της οποίας ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών. |
7. |
Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει αξία εξαγοράς. |
8. |
Ως “αξία εξαγοράς” νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά: i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης) και ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος “αξία εξαγοράς” δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου:
|
9. |
Ως “προϋπάρχων λογαριασμός” νοείται:
|
10. |
Ως “νέος λογαριασμός” νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο β). |
11. |
Ως “προϋπάρχων ατομικός λογαριασμός” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα. |
12. |
Ως “νέος ατομικός λογαριασμός” νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα. |
13. |
Ως “προϋπάρχων λογαριασμός οντοτήτων” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες. |
14. |
Ως “λογαριασμός χαμηλότερης αξίας” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ. |
15. |
Ως “λογαριασμός υψηλής αξίας” νοείται προϋπάρχων λογαριασμός φυσικών προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα κάθε κράτους μέλους που αντιστοιχεί σε 1 000 000 δολάρια ΗΠΑ. |
16. |
Ως “νέος λογαριασμός οντοτήτων” νοείται νέος λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες οντότητες. |
17. |
Ως “εξαιρούμενος λογαριασμός” νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:
|
Δ. Δηλωτέος λογαριασμός
1. |
Ως “δηλωτέος λογαριασμός” νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κράτους μέλους με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα τμήματα II έως VII. |
2. |
Ως “Δηλωτέα Πρόσωπα” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από τα ακόλουθα: i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν συνδεόμενες οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i)· iii) κρατικές οντότητες· iv) διεθνείς οργανισμοί· v) κεντρικές τράπεζες ή vi) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. |
3. |
Ως “πρόσωπο κράτους μέλους” σχετικά με κάθε κράτος μέλος νοείται φυσικό πρόσωπο ή οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους. |
4. |
Ως “συμμετέχουσα δικαιοδοσία” έναντι κάθε κράτους μέλους νοείται:
|
5. |
Ως “ελέγχοντα πρόσωπα” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (εφόσον υπάρχουν), ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος· σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος “ελέγχοντα πρόσωπα” ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης. |
6. |
Ως “ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε οντότητα δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. |
7. |
Ως “παθητική ΜΧΟ” νοείται: i) ΜΧΟ που δεν είναι ενεργή ΜΧΟ ή ii) επενδυτική οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), η οποία δεν αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συμμετέχουσας δικαιοδοσίας. |
8. |
Ως “ενεργή ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:
|
Ε. Διάφορα
1. |
Ως “Δικαιούχος Λογαριασμού” νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος χρηματοοικονομικού λογαριασμού από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που τηρεί χρηματοοικονομικό λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται δικαιούχος του λογαριασμού για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας· δικαιούχος του λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την αξία εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο, δικαιούχος του λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη ασφαλιστηρίου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι δικαιούχος του λογαριασμού. |
2. |
Ως “διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες/Γνώρισε τον πελάτη σου” (AML/KYC) νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. |
3. |
Ως “οντότητα” νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα. |
4. |
Μία οντότητα είναι “συνδεόμενη οντότητα” άλλης οντότητας αν i) οποιαδήποτε εκ των δύο οντοτήτων ελέγχει την άλλη, ii) οι δύο οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή iii) οι δύο οντότητες είναι επενδυτικές οντότητες περιγραφόμενες στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο β), τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω επενδυτικών οντοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας. |
5. |
Ως “ΑΦΜ” νοείται ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου). |
6. |
Ως “αποδεικτικό έγγραφο” νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
Σε ό,τι αφορά τους προϋπάρχοντες λογαριασμούς οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του δηλούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σχετικά με τον δικαιούχο του λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς (εκτός των φορολογικών) και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του χρηματοοικονομικού λογαριασμού ως προϋπάρχοντος λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως “τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο” νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς. |
ΤΜΗΜΑ IX
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες και διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:
1. |
κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων οι οποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας· |
2. |
κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά· |
3. |
διοικητικές διαδικασίες ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας· διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση· |
4. |
διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και εξαιρούμενοι λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής· |
5. |
αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης. |
ΤΜΗΜΑ X
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΔΗΛΟΥΝΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ
Στην περίπτωση δηλούντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στο “2016” και στο “2017” στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στο “2017” και στο “2018” αντιστοίχως.
Στην περίπτωση προϋπαρχόντων λογαριασμών που τηρούνται από Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα που ευρίσκονται στην Αυστρία, όλες οι αναφορές στην “31η Δεκεμβρίου 2015” στο παρόν παράρτημα θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στην “31η Δεκεμβρίου 2016”.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
1. Αλλαγή των περιστάσεων
Ως “αλλαγή των περιστάσεων” νοείται οποιαδήποτε μεταβολή η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στον Λογαριασμό του Δικαιούχου (περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με τον Δικαιούχο του Λογαριασμού) ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό (εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο παράρτημα I τμήμα VII ενότητα Γ παράγραφοι 1 έως 3), εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου του Λογαριασμού.
Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση περί τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό αποδεικτικό έγγραφο (ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο) είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων ή των 90 ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του δικαιούχου του λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο αποδεικτικό έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο παράρτημα I τμήμα III ενότητα Β παράγραφοι 2 έως 6.
2. Αυτοπιστοποίηση για νέους λογαριασμούς οντοτήτων
Σε ό,τι αφορά τους νέους λογαριασμούς οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το ελέγχον πρόσωπο παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον δικαιούχο λογαριασμού ή το ελέγχον πρόσωπο.
3. Κατοικία χρηματοπιστωτικού ιδρύματος
Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους (δηλαδή εάν το κράτος μέλος δύναται να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα). Γενικώς, όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος, υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος), το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος μέλος, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία σχετικά με τους δηλωτέους λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από το καταπίστευμα) δεν έχει φορολογική κατοικία (για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους εάν:
α) |
έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους· |
β) |
έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) στο κράτος μέλος ή |
γ) |
υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στο κράτος μέλος. |
Όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (άλλο από καταπίστευμα) έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς.
4. Τηρούμενος λογαριασμός
Γενικώς, θεωρείται ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό είναι το εξής:
α) |
σε περίπτωση λογαριασμού θεματοφυλακής, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού (συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον δικαιούχο του λογαριασμού)· |
β) |
σε περίπτωση καταθετικού λογαριασμού, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με τον λογαριασμό (με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα)· |
γ) |
σε περίπτωση δικαιώματος επί του μετοχικού κεφαλαίου ή του χρέους χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή χρηματοοικονομικού λογαριασμού, το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα· |
δ) |
σε περίπτωση ασφαλιστήριου συμβολαίου με αξία εξαγοράς ή συμβολαίου προσόδων, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο. |
5. Καταπιστεύματα που είναι παθητικές ΜΧΟ
Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το παράρτημα I, τμήμα VIII ενότητα Δ παράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται “παρόμοιο” με προσωπική και με ετερόρρυθμη εταιρεία, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπούν διπλή υποβολή στοιχείων (δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος “ελέγχοντα πρόσωπα” στην περίπτωση των καταπιστευμάτων), το καταπίστευμα που δεν είναι παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.
6. Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας
Σε ό,τι αφορά τις οντότητες, στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα Ε παράγραφος 6 στοιχείο γ) περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στο οποίο η οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρισμένη διεύθυνση της οντότητας στα συστατικά της έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σε αυτήν τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της οντότητας.