ora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ora (it)

  1. ώρα
  2. τώρα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de ora avante, de ora em diante - από δω κι εμπρός