curve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
curve | curves |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]curve (en)
- η καμπύλη, η στροφή, μια γραμμή ή επιφάνεια που κάμπτεται σταδιακά
- ↪ The parabola and the hyperbola are curves.
- ↪ supply and demand curve - καμπύλη προσφοράς και ζήτησης
- ↪ a frequency curve - καμπύλη συχνότητας
- Η παραβολή και η υπερβολή είναι καμπύλες.
- ↪ a curve in the road - στροφή στο δρόμο
- ↪ I am taking a curve at high speed.
- Παίρνω μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bend
- (μόνο στον πληθυντικό) οι καμπύλες
- ↪ a woman with attractive curves - γυναίκα με ελκυστικές καμπύλες
Πηγές
[επεξεργασία]- curve (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- curve (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 410, 827. ISBN 9780194325684., λήμμα: καμπύλη, στροφή