coin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coin | coins |
coin (en)
- το νόμισμα
- ↪ gold coins - χρυσά νομίσματα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | coin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coins |
αόριστος | coined |
παθητική μετοχή | coined |
ενεργητική μετοχή | coining |
coin (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coin | coins |
coin (fr)