μπαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < παλαιά γαλλική barre (μπάρα) < δημώδης λατινική barra
άνθρωποι διασκεδάζουν σε μπαρ
τρία ποτήρια με μπίρα πάνω σε μπαρ
λάπτοπ πάνω σε οικιακό μπαρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαρ ουδέτερο άκλιτο

  1. κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
    ※  Αλλού, στην Αγγλία ή τη Γαλλία, οι κοινωνιολόγοι γράφουν βιβλία, τα πανεπιστήμια κάνουν έρευνες πάνω στο λεξικό μιας νεολαιίστικης υποκουλτούρας, στα γκραφίτι των τοίχων, στα λόγια των τραγουδιών των Σεξ Πίστολς, στα βεσπάκια των Mods ή στο φαινόμενο του φέις κοντρόλ στα μπαρ (Ταχυδρόμος, τεύχη 49-51, 1991, σελ. 176)
     συνώνυμα: μπαράκι
  2. ο πάγκος που χωρίζει τον μπάρμαν από τους πελάτες ενός τέτοιου καταστήματος και όπου μπορούν αυτοί να κάτσουν για να πιουν το ποτό τους
     συνώνυμα: μπάρα
  3. οικιακό έπιπλο για τα οινοπνευματώδη ποτά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μπαρ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < αρχαία ελληνική βάρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαρ ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]